Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος
«Τις εστίν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον …; (ψαλμός 88,49). Ο ψαλμωδός στο πιο πάνω βιβλικό χωρίο αναρωτιέται, αν θα ζήσει ποτέ άνθρωπος πάνω σε αυτή τη γη, χωρίς να δει το θάνατο. Η απάντηση, όσο και να φοβίζει τον άνθρωπο, είναι αρνητική. Όλοι οι άνθρωποι, από τη στιγμή που γεννήθηκαν σε αυτό τον κόσμο θα γευτούν και το θάνατο. Κανείς απ’ όσους έζησαν πάνω σε αυτή τη γη δεν έμεινε για πάντα. «..βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός…», όλοι κάποια στιγμή θα αναχωρήσουμε από το μάταιο αυτό κόσμο. Μέσα από την ευχή αυτή, που ψάλλεται κατά τη νεκρώσιμο ακολουθία, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο θάνατος αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος δημοκράτης, αφού δεν κάνει καμιά εξαίρεση και διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους. Επίσης, το ότι ο θάνατος αποτελεί το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στη ζωή όλων των ανθρώπων φαίνεται και στην παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, όπου ο ίδιος ο Χριστός, μας αναφέρει ότι: «εγένετο αποθανείν τον πτωχόν …καθώς επίσης απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη..». Φυσικά όσο βέβαιο γεγονός είναι ο θάνατος του ανθρώπου, τόσο αβέβαιη και άγνωστη είναι η ώρα και η μέρα που θα έρθει για τον κάθε ένα από εμάς. Κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει το πότε θα φύγει από αυτή τη ζωή, εκτός βέβαια από εξαιρέσεις με πρώτη την Υπεραγία Θεοτόκο αλλά και άλλους Αγίους της εκκλησίας μας, που ο ίδιος ο Θεός τους αποκάλυψε τη χρονική στιγμή του θανάτου τους.
Ο θάνατος είναι ένα γεγονός που συγκλονίζει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Στο άκουσμα και μόνο της λέξης «θάνατος» ο άνθρωπος συνταράσσεται, σώμα και ψυχή. Φοβόμαστε το θάνατο σαν να είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο σκληρός εχθρός μας.
Δυστυχώς ακούμε συνήθως, μετά το χαμό κάποιου προσφιλούς μας προσώπου, τα λόγια: «Ο Θεός τον ήθελε κοντά του γι’ αυτό τον πήρε». Λέγοντας αυτό κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος είναι δημιούργημα του Θεού. Αυτή η θέση όμως είναι εντελώς ξένη με αυτά που διδάσκει η εκκλησίας μας. Ο Θεός «θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων», διδάσκει η εκκλησία μας, λέγοντάς μας ότι ο θάνατος δεν προέρχεται από την αγαθή θεία βούληση, δηλαδή το Θεό. Αν ο Θεός όμως δεν έκανε το θάνατο, τότε ποιος τον δημιούργησε και ποια είναι η αιτία έλευσής του μέσα στον κόσμο;
Η ορθόδοξη εκκλησία μάς μιλά ξεκάθαρα για το πώς ο θάνατος ήλθε στον κόσμο. Καταρχάς, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού, όμως δεν πλάστηκε από το Θεό, ούτε κατά φύση αθάνατος, γατί τότε δεν θα είχε τη δυνατότητα να διαλέξει να μείνει με το Θεό ή να απομακρυνθεί από αυτόν, αλλά ούτε κατά φύση θνητός και αυτό ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αφού όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «ο Θεός φανέρωσε πριν την πτώση, το θέλημά του που οδηγούσε στην αθανασία. Επομένως, η παράβαση της εντολής του Θεού και η αμαρτία έφεραν το θάνατο. Διακόπτεται έτσι η κοινωνία με το Θεό ο οποίος είναι η πηγή της ζωής. Άρα στερώντας τη ζωή επέρχεται ο θάνατος. Ο άνθρωπος, ως ελεύθερο ον είχε να διαλέξει στο να τηρήσει το θέλημα του Θεού κερδίζοντας την αθανασία του, ή να κάνει αυτό που πίστευε σωστό κάνοντας έτσι παρακοή στο θέλημα του Θεού. Παρόλα αυτά όμως, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, ο άνθρωπος παράκουσε στο θέλημα του Θεού. Έτσι δια της παρακοής του Αδάμ αλλά και των αμαρτιών όλων των απογόνων του ήρθε ο θάνατος στον κόσμο. Επομένως ο Θεός δε δημιούργησε εξαρχής το θάνατο, αλλά μάλιστα εμπόδισε και τη γέννησή του, αφού όπως προαναφέρθηκε, ο Θεός έδειξε ξεκάθαρα στον άνθρωπο το δρόμο που οδηγεί προς την αθανασία και του άφησε το ελεύθερο να επιλέξει, αν θα τον ακολουθούσε.
Πίσω από το προπατορικό αμάρτημα κρύβεται ο διάβολος, αφού αυτός είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας που είναι η αιτία του θανάτου. Εκείνος παρέδωσε τον άνθρωπο δια της αμαρτίας στο θάνατο και τη θλίψη. Ο άνθρωπος δέχθηκε τη συμβουλή του διαβόλου και παραδόθηκε στη φθορά και το θάνατο. Οι επιπτώσεις της προγονικής απόφασης ήταν καταλυτικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η διακοπή της κοινωνίας με το Θεό νέκρωσε τα πνευματικά αισθητήρια, οδηγώντας πρώτα στον ψυχικό θάνατο και στη συνέχεια στο σωματικό θάνατο.
Η ανθρωπότητα, πριν από τον ερχομό του Χριστού στη γη, θεωρούσε το θάνατο αιώνια καταδίκη της ψυχής. Πίστευαν σε μια μετά θάνατο ζωή, που ήταν καταδικασμένη σε ένα φοβερό σκότος, σε μία απόλυτη ησυχία, σε μια καταδίκη όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν τη σκιά τους και τρέφονταν από τις προσφορές και τις χοές που έκαναν γι’ αυτούς οι εν ζωή συγγενείς τους. Ο τάρταρος, η κοιλάδα του μαρτυρίου, ο Άδης, ήταν κάποιοι από τους τόπους όπου οι αρχαίοι πίστευαν ότι οδηγούνταν οι ψυχές μετά θάνατο και όπου ταλαιπωρούνταν αιωνίως. Εκεί επικρατούσε το σκότος, ο φόβος, ο οδυρμός και η δυσωδία. Η τραγικότητα αυτή του θανάτου φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά και στην ευαγγελική περικοπή όπου παρουσιάζεται το γεγονός της Ανάστασης του Λαζάρου. Ο Χριστός, αν και γνώριζε ότι λίγο αργότερα θα ανάστηνε το Λάζαρο από τους νεκρούς, εντούτοις, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του φίλου του έκλαψε. Οι Πατέρες της εκκλησίας μας αναλύοντας το συγκεκριμένο αυτό γεγονός τονίζουν ότι ο Χριστός έκλαψε, όχι για το καθεαυτό γεγονός του θανάτου, αλλά γιατί το πλάσμα του, ο φίλος του, ο άνθρωπος που πλάσθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του για τον παράδεισο, δεν ήταν στον παράδεισο, αλλά στον τάφο τυλιγμένος με σάβανο και δυσοσμία.
Τις συνέπειες της προγονικής αμαρτίας κληρονομεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η φθαρτότητα και θνητότητα του ανθρωπίνου γένους διακρίνονται ευκρινέστερα στη γέννηση και το θάνατό του. Με πόνους και ωδίνες έρχεται ο άνθρωπος στον κόσμο, αλλά και με αγωνία και οδύνη τον εγκαταλείπει. Επίσης ο θάνατος δημιουργεί στον άνθρωπο την ανασφάλεια, που τον κάνει να αναζητεί την ψεύτικη ασφάλεια του πλούτου, της δόξας και της ευδαιμονίας. Στην αναζήτηση αυτής της ψευδαισθήσεως της ασφάλειας ο άνθρωπος γίνεται ατομικιστής και ιδιοτελής και τα υφίσταται όλα, για να αποφύγει το θάνατο και την κακουχία.
Το βάθος όμως της φιλανθρωπίας και της σοφίας του Θεού είναι μεγάλο. Έτσι ο ζωοδότης Θεός δεν οδήγησε σε απόγνωση το πλάσμα του. Παρηγόρησε με διαδοχικές γεννήσεις τη λύπη που προξενεί ο θάνατος. Αύξησε το ανθρώπινο γένος με πολλούς απογόνους έτσι ώστε ο αριθμός των γεννήσεων να υπερβαίνει τον αριθμό των θανάτων. Παράλληλα προετοίμασε τη θεραπεία του θανάσιμου τραύματος δια μέσου των εκλεκτών του από γενεά σε γενεά, ώστε στην κατάλληλη χρονική στιγμή να γεννηθεί η Παρθένος Μαρία από την οποία θα ανθίσει το άνθος της αφθαρσίας, ο Ζωοδότης Χριστός. Διότι ερχόμενος ο Χριστός στη γη, και κυρίως δεχόμενος το Σταυρό , το θάνατο και ακολούθως με την ένδοξή του Ανάσταση, άνοιξε την οδό της νίκης έναντίον του θανάτου. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω, θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωή χαρισάμενος», βροντοφωνάζει κάθε χριστιανός στα πέρατα της γης.
Πηγή: Περιοδικό Καθοδόν αρ.36