Ρατσισμός

Written on 09/14/2014

Η παγκοσμιοποίηση του ρατσισμού

Πάει καιρός πια που η  έννοια «ρατσισμός» παρέπεμπε αποκλειστικά σε αρνητικά γεγονότα που συνέβησαν στο εξωτερικό, όπως ήταν ο ρατσισμός της ναζιστικής Γερμανίας, το Aπαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, οι φυλετικές διακρίσεις προηγούμενων εποχών στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ. Ο ρατσισμός σήμερα έχει επεκταθεί σε όλες τις χώρες, ανάμεσά τους και στη δική μας. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, όπου ό,τι γίνεται σε μια χώρα διοχετεύεται άμεσα στον υπόλοιπο κόσμο, και ο ρατσισμός αποτελεί πλέον ένα παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο με διάφορες «τοπικές» εκφάνσεις.

Ο ρατσισμός έχει μια ξεκάθαρα ευρωπαϊκή δυναμική. Η αποικιακή ιστορία της Ευρώπης υπογραμμίζει το ρόλο της στην ενθάρρυνση των ιστορικών και σύγχρονων μορφών ρατσισμού κι ο 20ός αιώ­νας δεν ρίχνει θετικό φως στην ευρωπαϊκή κληρονομιά. Παρά τη μακροχρόνια ιστορία της, η Ευρώπη άρχισε να παίρνει σοβαρά το ρατσισμό σχετικά πρόσφατα και μόνο τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους, που ζουν στο έδαφός της και διεθνώς, για έναν κύριο ρόλο στην προώθηση του οράματος ενός κόσμου απαλλαγμέ­νου από αυτόν.

Συγκεκριμένα, το 1997, το άρθρο 13 της Συνθήκης του Άμστερνταμ έδωσε στην Ε.Ε. μια νομική βάση, για να πάρει τα κατάλληλα μέτρα «να καταπολεμη­θούν οι διακρίσεις, που βασίζονται στο φύλο, τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τη θρησκεία ή τα πιστεύω, την ανικανότητα, την ηλι­κία, το σεξουαλικό προσανατολισμό». Χρησιμοποιώντάς την η Ε.Ε. τον Ιούνιο του 2000, εξέδωσε Οδηγία για την ίση μεταχείριση των ατόμων ανεξάρτητα από τη φυλετική ή την εθνοτική καταγωγή τους (και πρόσφατα τον ίδιο χρόνο την Οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση). Όμως, ενώ η Οδηγία για την ίση μεταχείριση έπρεπε να εφαρμοστεί πλή­ρως μέχρι τον Ιούλιο του 2003, στις αρχές του 2006 μερικά κράτη μέλη είχαν αποτύχει να την εφαρμόσουν. Αυτό δημιουργεί ερωτήματα για τη διαρκή υποχρέωση των κρατών μελών της Ε.Ε. να καταπολεμήσουν το ρατσισμό και τις διακρίσεις. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Επίτροπος Φράνκο Φρατίνι, «οι ρατσιστικές διακρίσεις βρίσκονται σε τρομακτική άνοδο στην Ευρώπη».

 

Το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις και την πράξη είναι πασιφανές. Οι ρατσιστικές οργανώσεις που τα βάζουν με τους μετανάστες, έχουν βρει πρόσφορο έδαφος στην Ευρώπη. Αυτές οι οργανώσεις δεν έκαναν την εμφάνισή τους έτσι στο πουθενά. Η εισροή χιλιάδων μεταναστών, η μη ενσωμάτωσή τους στις τοπικές κοινωνίες, παράγοντες όπως η φτώχια και η ανεργία, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που δεν θέλει και πολλά, για να πάρει φωτιά. Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και η μισαλλοδοξία «καλά κρατούν» στις ευρωπαϊκές χώρες, διαπιστώνει η Επιτροπή κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (ECRI) σε τρεις εκθέσεις της, που δημοσιοποιήθηκαν στις αρχές αυτού του χρόνου. Σύμφωνα με την ίδια Επιτροπή, φραστικές επιθέσεις, αδιάλλακτες στάσεις εναντίον μεταναστών, προσφύγων και εγχρώμων και βίαια επεισόδια συνθέτουν το παζλ της αυξημένης ρατσιστικής βίας στην Ευρώπη. Επιπρόσθετα, ούτε οι μισές από τις χώρες της Ε.Ε. δεν έχουν εφαρμόσει εθνικά σχέδια δράσης κατά του ρατσισμού, ενώ οι νόμοι και οι πρακτικές των διαφόρων χωρών της Ε.Ε. μεροληπτούν σε βάρος ξένων υπηκόων και εθνοτικών μειονοτήτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για παράδειγμα, στη Γαλλία και τη Βρετανία μπαίνουν όλο και περισσότερο στο στόχαστρο οι μουσουλμανικές κοινότητες, στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία έχουν περικοπεί τα δικαιώματα αιτούντων άσυλο και μεταναστών, σε πολλές χώρες της κεντρικής Ευρώπης οι κοινότητες των Ρόμα αποστερούνται των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων τους. Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι οι διακρίσεις συνιστούν καίριο πρόβλημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη.

 

Ας εξετάσουμε αναλυτικά τι συμβαίνει σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Επιτροπής κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στο δημόσιο διάλογο της Αυστρίας, κυριαρχούν σύμφωνα με έκθεση, συνθήματα μίσους και μισαλλοδοξίας κατά των μειονοτήτων, ενώ και «τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα έχουν ταχθεί ανοικτά κατά των μεταναστών, των προσφύγων, των αιτούντων άσυλο, των Εβραίων και των μουσουλμάνων». Ορισμένα από τα αυστριακά μέσα ενημέρωσης έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας εχθρικής ατμόσφαιρας.

Για την Αλβανία, επισημαίνεται ότι Ρόμα και Αιγύπτιοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες και να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στο σύνολο του πληθυσμού και εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης. Μάλιστα, τονίζεται στην έκθεση ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος που παρατηρείται για τα παιδιά-μαθητές αυτών των μειονοτήτων, αυξάνει τους κινδύνους να πέσουν στα δίχτυα των κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων. Επίσης, δεν υπάρχει ένα ανεξάρτητο σύστημα, που να διερευνά τις καταγγελίες για κακομεταχείριση μελών μειονοτικών ομάδων από την αστυνομία και δεν υπάρχει κανένας φορέας στην Αλβανία, που να έχει αναλάβει την ευθύνη στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων, τονίζεται στην έκθεση.

Για την Εσθονία, η Επιτροπή σημειώνει το μεγάλο αριθμό απάτριδων που υπάρχει σ' αυτή τη χώρα (το 8% του πληθυσμού), καθώς και την περιορισμένη επαφή μεταξύ των Εσθονών και των ρωσόφωνων μειονοτήτων. Η διαδικασία πολιτογράφησης εξακολουθεί να παρεμποδίζεται από υπερβολικά αυστηρή γλώσσα και άλλες απαιτήσεις, διευκρινίζεται στην έκθεση, ενώ, ως ενδεικτικό των διακρίσεων αναφέρεται ότι το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των μειονοτικών ομάδων παραμένει διπλάσιο από εκείνο των Εσθονών.

Στην Ιταλία, τα κρούσματα βίας εναντίον των ξένων δεν είναι μεμονωμένα, όπως θέλει να πιστεύει ο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το πρωτοφανές κύμα ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον μελών μειονοτήτων, ακόμη και στα πιο τουριστικά σημεία της Ρώμης, έχει θορυβήσει την παραδοσιακά ανεκτική Αιώνια Πόλη. Είναι επιθέσεις με θύματα μετανάστες, ομοφυλόφιλους, ακόμη και ανύποπτους τουρίστες, που αποδίδονται σε ακροδεξιούς έπειτα από μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος. Πολλοί λένε ότι η εκλογή στο αξίωμα του δημάρχου, του πρώην νεοφασίστα Τζιάνι Αλεμάνο έχει παίξει το ρόλο της, επειδή έδωσε θάρρος στις συμμορίες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον περασμένο Ιανουάριο, η Ιταλία έζησε τα χειρότερα επεισόδια ρατσιστικής βίας από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν σε συμπλοκές νεαρών Ιταλών με Αφρικανούς μετανάστες, τραυματίστηκαν 50 άτομα.

 

Στη Γαλλία, η βία στα προάστια των μεγάλων πόλεων που βρίσκονται μεγάλες κοινότητες μεταναστών, υπέβοσκε εδώ και καιρό. Ώσπου το Δεκέμβριο του 2005, δύο αστυνομικοί σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού κυνήγησαν δύο νεαρούς, που πέθαναν από ηλεκτροπληξία. Επί πολλές μέρες εκατοντάδες οργισμένοι νεαροί έκαιγαν αυτοκίνητα, έσπαζαν καταστήματα, κατέστρεφαν περιουσίες και τσακώνονταν με αστυνομικούς. Έκτοτε, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει πολύ. Με την πιο μικρή αφορμή, τα προάστια κυριολεκτικά παίρνουν φωτιά.

 

Από την άλλη, η ρατσιστική βία στη Γερμανία έχει μια πολιτική χροιά, αφού τις περισσότερες φορές σχετίζεται με οργανωμένα σύνολα. Με το πέρασμα των χρόνων, εξαιτίας της ξενοφοβικής νοοτροπίας και της κρατικής αδιαφορίας, δημιουργήθηκε στη Γερμανία ένα παράλληλο σύμπαν πολιτών-μεταναστών, πολιτών με δικούς τους νόμους, που δεν γνωρίζουν καν τη γερμανική γλώσσα. Το γεγονός αυτό, γρήγορα αποτέλεσε απειλή για την τοπική κοινωνία. Στις περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, όπου η ανεργία και η φτώχια βρίσκονται στα ύψη, παρουσιάζεται μια ανησυχητική στροφή στο νεοναζισμό. Τα επεισόδια τις πλείστες φορές σημειώνονται κατά Τούρκων μεταναστών, με αποκορύφωμα τον εμπρησμό δύο πολυκατοικιών, το Φεβρουάριο του 2008, όπου διέμεναν αποκλειστικά τουρκικές οικογένειες.

 

Το Λονδίνο θεωρείται από αρκετούς υπόδειγμα πολυπολιτισμικής πόλης. Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με άλλες πόλεις της Βρετανίας, κυρίως αυτές που ζουν μεγάλες μεταναστευτικές ομάδες. Οι συγκρούσεις μεταξύ νεαρών μεταναστών, Βρετανών και αστυνομικών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Τέτοια επεισόδια όμως δεν βλέπουν συχνά το φως της δημοσιότητας, λόγω της νομοθεσίας της χώρας, που θεωρεί ότι η δημοσιοποίησή τους ενεργεί ως διαφήμισή τους. Όμως το Συμβούλιο της Ευρώπης έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την ανεξέλεγκτη, όπως σημειώνει, αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα αυτή. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας και μέτρα όπως οι έλεγχοι και οι συλλήψεις στο δρόμο εφαρμόζονται κυρίως κατά των μαύρων και των μελών των εθνικών μειονοτήτων.

 

Όσον αφορά στην Ελλάδα, έρευνα της EUROSTAT δείχνει ότι οι Έλληνες έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ξενοφοβίας στην Ευρώπη, που μάλιστα αγγίζουν το 80% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι μειονοτικές ομάδες και οι Ρόμα (αθίγγανοι) είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι και δεν αισθάνονται ότι το κράτος και οι Έλληνες υπήκοοι τους αντιμετωπίζουν ως ίσους.

 

Παρόλο που ο ρατσισμός σήμερα υπάρχει πράγματι σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως φαίνεται από την πιο πάνω ανάλυση, πρέπει να τονιστεί ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης ή της ανθρώπινης κοινωνίας. Αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένες οι συνθήκες που παρέχουν το απαραίτητο υπόστρωμα για την εμφάνισή του και είναι επίσης πολύ συγκεκριμένες οι πράξεις και οι παραλείψεις, που επιτρέπουν την ανάπτυξη και την εξάπλωσή του. Για το λόγο αυτό, οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες είναι μονόδρομος για το μέλλον. Δε μπορούμε να το αρνηθούμε και είναι αναπόφευκτο

 

Όλοι αυτοί τελικά δεν είναι… «άλλοι»…

Συνήθως ο ρατσισμός ορίζεται ως το φαινόμενο κατά το οποίο μια ομάδα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική, με συγκεκριμένες πεποιθήσεις) τυγχάνει αρνητικής αντιμετώπισης από μια άλλη ομοειδή ομάδα και μπορεί να διακριθεί με το πιο συνηθισμένο είδος αυτό του φυλετικού ρατσισμού.

Και παρόλο που έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τη διακήρυξη του Ο.Η.Ε για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, από τη μέρα που το πτώμα του Χίτλερ κάηκε, όπως κάηκαν στους χιτλερικούς φούρνους εκατομμύρια θύματα της ρατσιστικής παραφροσύνης, από τις φυλετικές διακρίσεις κατά των μαύρων στις Η.Π.Α και το καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, εντούτοις, ο ρατσισμός αναβιώνει ακόμα και στις μέρες μας παίρνοντας απλά αλλιώτικη μορφή.

Η έννοια του ρατσισμού όμως δεν περιορίζεται και δεν περιλαμβάνει μόνο διακρίσεις εις βάρος μελών μιας «φυλής», όπου η «φυλή» ορίζεται αποκλειστικά με όρους βιολογικούς της παραδοσιακής ανθρωπολογίας, γιατί τότε μόνο ορισμένες κοινωνίες του παρελθόντος θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρατσιστικές. Σύμφωνα λοιπόν με τον Τσιάκαλο, «με τον όρο ‘ρατσισμός’ εννοούμε ένα πλέγμα αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και θεσμοθετημένων μέτρων, που εξαναγκάζει ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση κι αυτό μόνο επειδή ανήκουν σε μια διακριτή κατηγορία ανθρώπων. Ως δικαιολογία για τις διακρίσεις χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας, στην οποία προσάπτεται συχνά –αλλά όχι πάντα –μια υποτιθέμενη κατωτερότητα ή και επικινδυνότητα».

Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις, όπου η ρατσιστική συμπεριφορά είναι απόρροια προσωπικών συμφερόντων και ιδιοτέλειας όπως η συμπεριφορά του Χίτλερ, που εκτός από το ολοκαύτωμα των Εβραίων, βλέπουμε πως ενώ θεωρούσε τους Ασιάτες «κατώτερους», εξαιρούσε από την κατηγορία αυτή τους Ιάπωνες, επειδή τους χρειαζόταν ως συμμάχους στον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε με τους Ιάπωνες στη Νότια Αφρική την εποχή του Απαρτχάιντ: ενώ υπήρχε θεσμοθετημένα η ομάδα των «Ασιατών» ως ειδική κατηγορία πολιτών, που δεν είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τους ίδιους χώρους με τους «λευκούς», οι σχετικοί νόμοι δεν ίσχυαν για τους Ιάπωνες επιχειρηματίες. Χαρακτηριστικές είναι βεβαίως και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ρατσισμός είναι αποτέλεσμα μέτρων της πολιτείας, όπως η περίπτωση των Ρόμα (Τσιγγάνων) στις χώρες της Αν. Ευρώπης. Οι αρνητικές αντιλήψεις και στάσεις απέναντι στους λαούς αυτών των χωρών, ενώ δεν υπήρχαν την εποχή του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», εξαιτίας της αυστηρότητας με την οποία αντιμετωπιζόταν η ρατσιστική συμπεριφορά, μετά την κατάρρευση των εν λόγω καθεστώτων, εκδηλώθηκε ρατσισμός εις βάρος των Ρόμα σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.

Ανάλογες συμπεριφορές συναντούμε αναμφίβολα και στον τόπο μας. Ανέκαθεν η Κύπρος ήταν χώρα εξαγωγής μεταναστών, από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του ’60 αρχικά και εντονότερα στα πρώτα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Στις μέρες μας το ρεύμα μετανάστευσης έχει αυξηθεί κατά κόρον και έχει αλλάξει ρουν εξαιτίας της ένταξής μας στην Ευρώπη. Η χώρα μας έγινε τόπος υποδοχής μεταναστών από άλλες χώρες. Δεν νομίζω όμως πως είμαστε έτοιμοι, νομικά, οικονομικά και κυρίως κοινωνικά να δεχτούμε αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί;

Τα αίτια θα μπορούσαν να οφείλονται στα συμπτώματα οικονομικής ύφεσης. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ασφαλώς, η οικονομική κρίση πλήττει τις αναπτυσσόμενες χώρες και το νησί μας. Και αν για τους φτωχούς το όραμα της ζωής στην «εύρωστη Δύση» αποτελεί ίσως τη μοναδική λύση και ελπίδα, η αύξηση του αριθμού των μεταναστών συνειδητοποιείται συχνά από το μέσο πολίτη, αλλά και από τους νέους που τώρα μπαίνουν στον εργασιακό χώρο, ως απειλή – που μπορεί να είναι πραγματική ή όχι – για τη δική τους θέση εργασίας, για τη δική τους ευημερία, για τη δική τους επιβίωση ίσως. Και φυσικά για λαούς που έχουν μεγαλώσει με τις καπιταλιστικές αξίες του ατομικού ευδαιμονισμού, δύσκολα υπάρχει θέση ή περίσσευμα για τον αδύναμο «άλλο».                                                                                                                               

Η αίσθηση επίσης της αλλαγής διαμορφώνει υποσυνείδητα ένα συναίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σε ατομικό επίπεδο, που εκφράζεται με τη διάθεση περιχαράκωσης γύρω από ό,τι σταθερό υπάρχει – αυτό που είμαι ή αυτό που έχω – και ευνοεί τη μονομέρεια και την έλλειψη αντικειμενικότητας. Παράλληλα ενεργοποιεί προκαταλήψεις, που κατά καιρούς έχουν διαμορφωθεί και τις φέρνει άκριτα στο κέντρο της τοποθέτησης απέναντι σε άλλες εθνικές ή πολιτισμικές ομάδες.                               

Μια πιθανή αιτία του ρατσισμού είναι και η υπερηφάνεια μας σε συνδυασμό με το φόβο. Αισθανόμαστε αφενός ότι η δική μας φυλή είναι ανώτερη, πιο καλλιεργημένη, πιο πολιτισμένη, και αφετέρου αισθανόμαστε πως απειλούμαστε , είτε στρατιωτικά, είτε πολιτιστικά, είτε στο επίπεδο εξεύρεσης εργασίας, από την άλλη φυλή. Το αποτέλεσμα μέσα μας είναι να βλέπουμε μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων με εχθρότητα και προκατάληψη. Ίσως η αναβίωση του ρατσισμού να ευνοείται από αυτή τη μη συνειδητή πιθανώς αντίληψη, που μεταβιβάζεται κληρονομικά μέσα από τους εθνικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς μηχανισμούς.

Αυτό που δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε είναι πως κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από την παιδεία που έλαβε και από τον πολιτισμό στον οποίο ανατράφηκε, έχει μέσα του την ίδια φλόγα της ανθρώπινης φύσης, που έχουμε κι εμείς: την ικανότητα να αγαπά, να δημιουργεί, να ζει σε κοινωνία, να σκέπτεται, να χαίρεται, να θαυμάζει. Ίσως σε κάποια εξωτερικά ιδιώματα ή σε κάποιες συνήθειες να διαφέρει από εμάς, αλλά αυτό θα έπρεπε να ξυπνούσε το ενδιαφέρον μας μάλλον - πώς να γνωριστούμε καλύτερα - παρά το φόβο, την κατάκριση, την περιφρόνηση. 

Η καλύτερη ισορροπία όταν είμαστε αντιμέτωποι με ανθρώπους από άλλες φυλές, θα ήταν ίσως να διατηρούμε μια υγιή στάση φιλοξενίας, όπου αποδεχόμαστε τον άλλο γι’ αυτό που είναι, ενώ ταυτόχρονα σεβόμαστε και τον εαυτό μας γι' αυτό που είναι και γι’ αυτό που έχει. Αν προσέξουμε στον άλλο άνθρωπο κάποια ελαττώματα, ας θυμηθούμε ότι έχουμε και εμείς, αν όχι τα ίδια, τουλάχιστον άλλα εξ' ίσου σοβαρά. Ο πραγματικά μεγάλος άνθρωπος, ο πραγματικά μεγάλος λαός, είναι αυτός που ξέρει να μαθαίνει από τα προτερήματα των άλλων, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί αλώβητη τη δική του ταυτότητα.

Ας μην ξεχνούμε πως  η Εκκλησία μας δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στον ξένο. Άλλωστε ο Ίδιος ο Χριστός αρχίζει την επίγεια ζωή Του ως πρόσφυγας, όταν η Αγία Οικογένεια καταφεύγει στην Αίγυπτο, για να γλυτώσει από την απειλή του Ηρώδη (Ματθ. β’, 13-15), και συνεχίζει την επίγεια δράση Του ως ξένος, μη έχων πού να κλίνει την κεφαλή Του. Για το χριστιανό ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου, η αναγνώριση του Ίδιου του Χριστού στο πρόσωπο του ξένου, και η απόρριψη κάθε μορφής συμπεριφοράς που προσβάλλει, υποβιβάζει, αδικεί ή απειλεί με αφανισμό την εικόνα αυτή του Θεού, είναι ζήτημα γνησιότητας της πίστεώς του και βεβαίωσης για την ορθή πορεία του επί τα ίχνη του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας.

Ο Κύριος μας δίδαξε ότι το μοναδικό κριτήριο για να είναι ο κάθε άνθρωπος δίπλα Του, στο χώρο της αιώνιας και παντοτινής αγαλλίασης, είναι η Αγάπη. Οι «άλλοι» είναι πολλές φορές οι διπλανοί μας και, συνεπώς, γνωστοί, οικείοι και πολύ «δικοί» μας. Γιατί, τελικά, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, «όλοι αυτοί, δεν είναι… «άλλοι», ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας».

 

  1. Τι είναι ο ρατσισμός και ποια τα κύρια αίτια ανάπτυξής του;

 

Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί ορισμοί του όρου ρατσισμός κι ο κάθε ένας δίνει έμφαση σε διαφορετικά σημεία και διαστάσεις. Ουσιαστικά, όλοι αναφέρονται σε μια ομαδική πεποίθηση πως όλα τα μέλη μιας φυλής έχουν ικανότητες ή ιδιομορφίες, που είναι κοινές και αποτελούν ειδικά χαρακτηριστικά εκείνης της φυλής και την διακρίνουν σαν κατώτερη ή ανώτερη από άλλη ή άλλες φυλές. Πιστεύοντας πως η δική τους φυλή είναι ανώτερη, οδηγούνται τα μέλη μιας ομάδας σε προκαταλήψεις, διακρίσεις, και ανταγωνισμούς εναντίον ατόμων που ανήκουν σε ‘άλλη’, διαφορετική φυλή και που τους θεωρούν κατώτερους. Αναπόφευκτα, αυτού του είδους οι διακρίσεις αποτελούν διάφορες μορφές βίας που εκφράζονται έμμεσα ή άμεσα με πολλούς και ποικίλους τρόπους – από μια υπεροπτική πεποίθηση ανωτερότητας μέχρι και τον εγκαθιδρυμένο ρατσισμό, που επιβάλλεται με νομικούς θεσμούς διάκρισης κι ακόμα και με στρατιωτική βία.  Μια έκφραση ρατσισμού που είναι δύσκολη (και να κατανοηθεί και να αντιμετωπιστεί), είναι η χρήση της γλώσσας, που τείνει να μετατρέπει λεκτικές συντάξεις σε ουσιαστικές δήθεν οντότητες και δεδομένα. Δηλαδή, γλωσσικές νύξεις υποτίμησης, όσο αθώες κι αν φαίνονται, δημιουργούν νοηματικά σχήματα που παρουσιάζουν σαν δεδομένα αρνητικές αξιολογήσεις, έτσι που κάποιος να καταλήγει να πιστεύει ακράδαντα την κατωτερότητα των ‘άλλων’, σαν να είναι μια αποδεδειγμένη πραγματικότητα. Επομένως, ο ρατσισμός είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, που παρουσιάζεται σαν να είναι δήθεν βασισμένο σε πραγματικές διαφορές κατωτερότητας των ‘άλλων’, και είναι αυτή η λανθασμένη πεποίθηση, που χρησιμοποιείται σαν δικαιολογία γιά την περιθωριοποίηση των ‘άλλων’.

  

Όσο για τα αίτια, κι αυτά είναι πολλαπλά και συνδεδεμένα με διάφορα  ιστορικά, γεωγραφικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και ψυχολογικά δεδομένα και συγκυρίες.

 

Η κεντρική όμως αρχή είναι απλή. Ο ρατσισμός δημιουργείται όταν οι οποιεσδήποτε υπάρχουσες διαφορές πάρουν ειδική χροιά και μετατραπούν σε πεποιθήσεις διακρίσεως. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν μια ομάδα καταλαμβάνεται από οποιοδήποτε είδος ανασφάλειας. Οι διαφορές από μόνες τους δεν είναι αναγκαστικά αιτίες για τη δημιουργία μιας αρνητικής διάκρισης του ‘άλλου’. Οι διαφορές μπορούν να κατανοηθούν όχι μόνο σαν ουδέτερες αλλά ακόμα και θετικές, δηλαδή, να τις βλέπουμε σαν αιτία εμπλουτισμού παρά σαν να είναι απειλητικές. Ουσιαστικά, ο ρατσισμός είναι ένα κράμα υπεροπτικής φαντασίας ανωτερότητας, σε σχέση με άλλες ομάδες ανθρώπων που θεωρούνται κατώτερες, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία που κρύβουν μια κάποια ανασφάλεια, που δεν είναι συνειδητά πολύ προσιτή. 

 

Αυτό το κράμα δημιουργείται, φουντώνει και διαιωνίζεται σε απολιθωμένες μορφές, όταν υπάρχουν διάφορες ειδικές και αλληλοσυνδεδεμένες συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες περιλαμβάνουν: (α) την επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία μια θετικής ταυτότητας στην ομάδα μας, την κοινότητά μας, το έθνος μας, τη φυλή μας, (β) την επικράτηση κλίματος αλαζονείας, μισαλλοδοξίας κι έλλειψης κατανόησης και δεκτικότητας, (γ) την άγνοια για τις βασικές πραγματικότητες, ιστορία, πολιτισμό, κλπ σχετικά με την ‘άλλη’ ομάδα, που θεωρούμε κατώτερη, (δ) την έλλειψη επαρκούς επαφής με μέλη της ‘άλλης’ ομάδας, (ε) την επιφύλαξη και το φόβο που μας διακατέχουν σε σχέση με την οποιαδήποτε επαφή μας με την ‘άλλη’ ομάδα, (στ) την επικράτηση στερεοτύπων σαν ένας από τους κύριους τρόπους που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, παρά να διακρίνουμε την κάθε περίσταση ξεχωριστά, μέσα στα δικά της ειδικά πλαίσια που την χαρακτηρίζουν.   

 

Ένα κύριο χαρακτηριστικό του ρατσισμού είναι η λανθασμένη κατανόηση του πώς δημιουργούμε και διαφυλάσσουμε μια θετική ταυτότητα για τη δική μας ομάδα. Αυτό συνήθως παρεξηγείται και παρουσιάζεται σε αρνητική μορφή, δηλαδή σαν την ανάγκη καταδίκης των μειονεκτημάτων (πραγματικών είτε φτιαχτών) των ‘άλλων’, παρά τη συγκρατημένη και ταπεινόσχημη υπερηφάνεια για τα δικά μας θετικά γνωρίσματα.   

 

Από ψυχολογικής πλευράς, η βασική λειτουργία που οδηγεί στη δημιουργία του ρατσισμού είναι η αδυναμία μας να διακρίνουμε και να αποδεχόμαστε τα δικά μας αρνητικά χαρακτηριστικά. Τότε, αναπόφευκτα, αυτά προβάλλονται στους άλλους, δηλαδή τα βλέπουμε πως είναι χαρακτηριστικά της ‘άλλης’ ομάδας ανθρώπων, που θεωρούμε κατώτερούς μας. Μ αυτό τον τρόπο, απαλλαγμένοι από  αισθήματα ενοχής είτε κατωτερότητας για τα δικά μας αρνητικά χαρακτηριστικά, εύκολα καταδικάζουμε τους ‘άλλους’.  

 

Μερικοί προσπαθούν να διακρίνουν στο ρατσισμό παλαιά κατάλοιπα της εξελικτικής ιστορίας του ανθρώπου, όπου θεωρείται ότι από το ένστικτο της επιβίωσης το άτομο ωθείται να κάνει το παν, για να διασφαλίσει την επιβίωση της ομάδας του. Αυτή όμως η θεωρία δεν ευσταθεί, διότι τα σημερινά δεδομένα δεν δικαιολογούν τέτοιου είδους μισαλλοδοξία. Αντίθετα, σύγχρονες επιστημονικές έρευνες δείχνουν πως αυτό που εξασφαλίζει την επιβίωση ατόμων και ομάδων δεν είναι ο αρνητικός ανταγωνισμός αλλά η συνεργασία κι ο αλτρουισμός.

 

  1. Πού οφείλονται, κατά την άποψή σας, τα αυξημένα κρούσματα ρατσισμού στα Ευρωπαϊκά κράτη σήμερα;

 

Πιστεύω πως όλες οι έξι συνθήκες που ανέφερα στην απάντηση πάρα πάνω επικρατούν στην Ευρώπη σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το κλίμα ανασφάλειας εξ αιτίας οικονομικών κρίσεων, αυτό οδηγεί στο φόβο ότι οι ‘άλλοι’, οι ξένοι, οι διαφορετικοί από μας, θα σφετεριστούν τα προνόμιά μας. Επίσης, οι αλλαγές στην ταυτότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τοπική ταυτότητα σε Ευρωπαϊκή,  δημιουργούν μια αίσθηση αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Η πιο εύκολη οδός για τη δημιουργία ενός συμπαγούς εσωτερικού μετώπου είναι η δημιουργία ενός εχθρού. Γι αυτό το σκοπό, τώρα υπάρχει πιο δυνατή η τάση για την περιθωριοποίηση του ‘άλλου’, του ξένου, του διαφορετικού, του μη γνώριμου. Ίσως να φαίνεται παράδοξο ότι τώρα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που έχουμε τόσο στενή επαφή (επιφανειακή, όμως, όπως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης), με τόσους μακρινούς πολιτισμούς κι ανθρώπους, έχουμε ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη να νιώσουμε ουσιαστικά τη δική μας ταυτότητα σαν μέλη μιας σταθερής και βιώσιμης ομάδας. Κι όμως, αυτό που παρατηρείται είναι ότι όσο περισσότερο εκθέτουμε τους εαυτούς μας σε ξένα σχήματα, τόσο περισσότερο νιώθουμε την ανάγκη να εναγκαλιστούμε από τη δική μας ομάδα, από τους δικούς μας ανθρώπους. 

 

  1. Ποιος μπορεί να είναι ο αντιρατσιστικός θεσμός, που θα εφαρμόσει ένα κράτος, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρατσισμού;

 

Ο ρατσισμός είναι μια μάστιγα δύσκολη, καταστρεπτική, πολύπλευρη και πολύπλοκη και, επομένως, δε μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο από ένα φορέα η ένα θεσμό. Το τι χρειάζεται είναι μια στενή συνεργασία μεταξύ πολλών παραγόντων σ ένα κράτος. Είναι καθήκον κάθε πολίτη και κάθε οργάνωσης και υπηρεσίας να συμμετέχει σε μια οργανωμένη προσπάθεια καταπολέμησης του ρατσισμού. Είναι χρέος της πολιτείας να δημιουργήσει ένα φορέα, που να συντονίζει τις προσπάθειες όλων. Το τι χρειάζεται είναι ένας συνδυασμός μεταξύ (α) της καταδίκης των οποιωνδήποτε ρατσιστικών παραβιάσεων (από άτομα είτε οργανώσεις ή παρατάξεις), μαζί με (β) ένα ουσιαστικό πρόγραμμα ενημέρωσης σε όλα τα επίπεδα και (γ) ένα συντονισμένο πρόγραμμα ενθάρρυνσης και γνωριμίας με τους διάφορους ‘άλλους’, που μας περιτριγυρίζουν. Αυτό υπονοεί το συντονισμό αποτελεσματικών μέτρων, που αντιμετωπίζουν όλες τις διαστάσεις του προβλήματος, δηλαδή, νομικές (νομοθετικές), οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, ακόμα καλλιτεχνικές και αθλητικές. 

 

  1. Ο εθνισμός ή ο πατριωτισμός μπορεί να μετατραπεί ή να χαρακτηρισθεί ως ρατσισμός;

 

Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα. Συχνά υπάρχει σύγχυση μεταξύ του πατριωτισμού και του ρατσισμού. Ο πατριωτισμός δεν είναι ρατσισμός. Το να είναι ένας υπερήφανος για την πατρίδα του και την πολιτισμική του κληρονομιά δεν είναι καθόλου κακό. Ο πατριωτισμός όμως μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε ρατσισμό αν (α) αγνοήσουμε και υποτιμήσουμε τις πολιτισμικές κληρονομίες των άλλων, ή τις θεωρήσουμε κατώτερες από τις δικές μας και τις καταπολεμήσουμε, και (β) αν βασιστούμε στη λανθασμένη αρχή πως για να ανεβάσουμε τους εαυτούς μας πρέπει να κατεβάσουμε τους άλλους.

 

 

  1. Στην Κύπρο, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν υπάρχει πρόβλημα ρατσισμού. Η έλλειψη όμως ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής, μήπως θα οξύνει το πρόβλημα στο μέλλον και τι μπορεί να γίνει;

 

Στην Κύπρο σήμερα υπάρχει πρόβλημα ρατσισμού. Προς το παρόν όμως, και ευτυχώς, αυτό δεν παρουσιάζεται ακόμη σε ιδρυματοποιημένη μορφή και δεν υπήρξαν σοβαρά κρούσματα ρατσιστικών ενεργειών. Όμως, αν δούμε τη γενική θεώρηση, που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας έχει για τον ‘άλλο’, τον ξένο, τον μη γνώριμο, τότε βλέπουμε πως το ‘πας μη Έλλην βάρβαρος εστί’ εξακολουθεί, δυστυχώς,  να ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Το βλέπουμε με τη στάση που έχουμε για τους Τουρκοκύπριους συμπολίτες μας, συγχύζοντας τον πατριωτισμό μας με μια ρατσιστική συμπεριφορά. Δυστυχώς, υπάρχει μια σοβαρή σύγχυση μεταξύ πολιτικών θέσεων και ρατσιστικών τάσεων. Άρα, πιστεύω πως δεν είναι μόνο μια δίκαιη και σύγχρονη μεταναστευτική πολιτική που χρειάζεται, αλλά μια πολύ συντονισμένη αντιμετώπιση του ρατσιστικού προβλήματος από όλους μας όπως είπα πάρα πάνω. Είναι καιρός να διευκρινιστεί και, ναι, να διατυμπανιστεί ξεκάθαρα πως η Ορθοδοξία δεν έχει καμιά σχέση με το ρατσισμό. Η Ορθοδοξία όχι μόνο σέβεται κάθε άτομο σαν πλάσμα ‘κατ εικόναν Θεού’, αλλά βλέπει τις διαφορές μεταξύ ατόμων και ομάδων όχι με φόβο κι ανασφάλεια αλλά με κατανόηση, συμπόνια και μεγαλοψυχία.

 

Πηγή: Περιοδικό Καθοδόν αρ.29