Ο Απόστολος των εθνών
Η ζωή των Αποστόλων συνιστά μίμηση της ζωής του Διδασκάλου τους, αφού το παράδειγμα του Ιησού Χριστού αποτελεί γι’ αυτούς το σταθερό και αμετάθετο κέντρο της ζωής τους. Ο ίδιος ο Παύλος αναφέρεται στη ζωή και τη δράση των Αποστόλων, στις αντιδράσεις που εδέχθησαν, τα βάσανα που υπέστησαν, «λοιδορούμενοι, διωκόμενοι και βλασφημούμενοι».
Στον Απόστολο Παύλο, τον πρώτο μετά τον Ένα, η βίωση των παθημάτων είναι το επακόλουθο της διαδόσεως του «ευαγγελίου του Θεού», της μαρτυρίας και ιερουργίας του ευαγγελικού μηνύματος. Αν ο ευαγγελιστής Ιωάννης αποκαλείται ο θεολόγος της Καινής Διαθήκης, ο Απόστολος Παύλος θεωρείτε ο Απόστολος του Ευαγγελίου, λόγω της ανεπανάληπτης ιεραποστολικής πορείας του στα έθνη με σκοπό τη μεταστροφή τους σε λαό του Θεού.
Οι περιοδείες του Παύλου «εις έθνη μακράν», είναι γνωστές σχηματικά ως προς τον αριθμό τους. Κατά την Α’ αποστολική περιοδεία διέβη τα μέρη Πέργη της Παμφιλίας, Αντιόχεια της Πισιδίας, το Ικόνιο, τα Λύστρα και την Αττάλεια κατά τα έτη 49-50μ.Χ. Από την Αντιόχεια της Συρίας ξεκινά ο Παύλος τη Β’ αποστολική περιοδεία του, 51/52 ή 52/53μ.Χ., με σκοπό το πέρασμα από τη Φρυγία στη Μακεδονία, αφού πρώτα επισκέπτεται τις περιοχές της Συρίας και της Κιλικίας, τη Δέρβη, τα Λύστρα, τη Φρυγία, τη Γαλατία, τη Μυσία, φθάνοντας μέχρι την Τρωάδα, όπου είχε το παράδοξο όραμα: «Ανήρ Μακεδών τις ην εστώς, παρακαλών αυτόν και λέγων, διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (16,9). Έτσι μεταβαίνει στους Φιλίππους, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθο, και επιστροφή στην Έφεσο, Καισάρεια της Παλαιστίνης, Ιεροσόλυμα και Αντιόχεια.
Η Γ’ αποστολική περιοδεία του Παύλου είχε ως αφετηρία την Αντιόχεια αποβλέποντας να μεταβεί στη «Γαλατικήν χώραν και Φρυγίαν», για να στηρίξει στην πίστη όλους τους χριστιανούς. Μεταβαίνει λοιπόν στην Έφεσο, και ακολούθως μέσω Τρωάδος στην Κόρινθο, τη Μακεδονία (20,2-3), την Άσσο της Μυσίας, τη Μυτιλήνη, τη Μίλητο, την Κω, τη Ρόδο, τα Πάταρα της Λυκίας, την Τύρο, την Πτολεμαϊδα της Γαλιλαίας, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, με τελικό προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Και εκεί συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ρωμαίους. Προκειμένου δε να δικαστεί στη Ρώμη, ο Παύλος ναυαγεί στη νήσο Μελίτη (28,1).
Πέραν όμως των ανωτέρω τριών γνωστών αποστολικών περιοδειών, ο Παύλος αναλαμβάνει και μια νέα αποστολή Δ’ περιοδεία «εις τας Σπανίας» για την οποία δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια περισσότερα στοιχεία. Βασικός σκοπός και αυτής, όπως και των λοιπών περιοδειών, αποτελεί το «ιερουργείν το ευαγγέλιον του Θεού».
Για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά την κλήση του έξω από τη Δαμασκό, ο Παύλος εργάσθηκε ως ένας ιεραπόστολος μακριά από την Ιερουσαλήμ, πριν πάει στην Αποστολική Σύνοδο.
Πήγε στην Αραβία, που σημαίνει στην περιοχή των εθνών ανατολικά της Ιορδανίας και νοτιοανατολικά της Δαμασκού: «ουδέ ανήλθον εις Ιεροσόλυμα προς τους προ εμού Αποστόλους, αλλά απήλθον εις Αραβίαν, και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν».
Η Αραβία δεν ήταν μόνο έρημος αλλά ήταν και μια κατοικημένη χώρα όπως και σήμερα από τους Βεδουίνους, με ονομαστές ελληνιστικές πόλεις όπως η Πέτρα, η Γέρασα και η Φιλαδέλφεια (το σημερινό Αμμάν). Αυτό που πράγματι έκανε ο Παύλος σ’ αυτό το χώρο, που σήμερα αποκαλούμε βασίλειο της Ιορδανίας, ήταν η κήρυξη του Ευαγγελίου. Προφανώς, φυσικά, δεν είχε εμφανείς επιτυχίες.
Μέσα σ’ αυτή την πόλη, επίσης, από ένα αξιωματούχο του βασιλιά των Ναβαταίων, σχεδιάστηκε επίθεση εναντίον του και ο Παύλος έπρεπε να διαφύγει με καλάθι μέσα από ένα παράθυρο από το τείχος της πόλεως. Έτσι, σίγουρα η παρουσία του είχε γίνει αισθητή στην Αραβία, παρόλο που το κήρυγμά του στο παλαιστινιακό έθνος στα όρια της Ιουδαίας βασικά ήγειρε αισθήματα εχθρότητας και διώξεως.
Τότε ήταν που, δυο τρία χρόνια μετά τη μεταστροφή του, ο Παύλος πήγε για πρώτη φορά στην Ιερουσαλήμ και ήλθε σε επαφή με τον Πέτρο.
Η ανωτέρω ανίχνευση της αρχικής περιοδείας του αποστόλου Παύλου μας δίδει καλή αφορμή για να προβληματιστούμε επί του σύγχρονου ζητήματος- για πολλούς ακανθώδες και ως εκ τούτου παραμερισμένο στην άκρη- που σχετίζεται με τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι του κόσμου και της οικουμένης, έναντι των ετεροδόξων και των εν γένει χριστιανικών ή μή ομολογιών. Είναι ήδη σαφές ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν βιώνεται μόνον ως μια εσωτερική πνευματική αυτοσυνειδησία καθολικότητας στα όρια της Ευχαριστιακής συνάξεως, αλλά και στο δυναμισμό της ιεραποστολής. Όταν ο Απόστολος ομιλεί περί Εκκλησίας ως «αγρού» και «οικοδομήματος» του Θεού (Α’ Κορ.3,9), δεν αναφέρεται σε μια ορισμένη elite, αλλά στην πρόσληψη και τον εξαγιασμό του σύμπαντος κόσμου, καθώς οι πάντες είναι προσκεκλημένοι να μετάσχουν στο δείπνο της Βασιλείας.
Επ’ αυτού λοιπόν του προβληματισμού επιθυμώ να καταθέσω τα ακόλουθα τρία χαρακτηριστικά στοιχεία:
Α) Η εμπειρία της ιεραποστολής αποτελεί έκφραση διαθέσεως καταλλαγής και εκδήλωση της κατά Χριστόν αγάπης, η οποία δεν μπορεί να υποφέρει την απώλεια κανενός.
Β) Κατά την ιεραποστολική μας δράση δεν πρέπει να παραθεωρούμε τα θεολογικά κριτήρια επί της εκκλησιολογίας, της εσχατολογίας, της τριαδολογίας κ.α.
Γ) Το αποστολικό κάλεσμα είναι να εξέλθουμε «έξω της παρεμβολής», δηλαδή μας καλεί να βγούμε έξω από την ιστορία, έξω από τις καθαρά ιστορικές κατηγορίες της, για να συλλάβουμε το έσχατο νόημα της αρχιερατικής προσευχής του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιωάν. 17,21) κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδος.
Πηγή: Περιοδικό Καθοδόν