Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η θέωση του ανθρώπου - κ. Αθανασίου

Written on 09/15/2014

Καθ’ οδόν 48 – Β΄ Κυριακή Νηστειών –  Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η θέωση του ανθρώπου – απομαγνητοφωνημένη ομιλία Γέροντα

 

Μέσα στην Εκκλησία, ένα από τα βασικά γνωρίσματα της εν Χριστώ ζωής είναι ότι όλα είναι ξεκάθαρα και καθορισμένα. Δεν υπάρχει κάτι το αόριστο, το άγνωστο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να ψηλαφίσει ο άνθρωπος. Αυτό μας παρέδωσαν οι Απόστολοι: «αυτό το οποίο είδαμε, ακούσαμε και γευθήκαμε και αι χείραι ημών ψηλάφησαν, περί αυτού μαρτυρούμε». Έτσι και στην ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να ψηλαφίσει το γεγονός της θεώσεώς του κι η Εκκλησία προβάλλει ενώπιον μας τους αγίους ως έμπρακτες αποδείξεις των λεγομένων υπ’ αυτής. Οι άγιοι είναι αυτές οι αποδείξεις του ότι ο Λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιο είναι αληθινό. Αν δεν έχουμε αγίους ή αν η Εκκλησία μας παύσει να αναδεικνύει αγίους, τότε είναι νεκρή Εκκλησία και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον άνθρωπο. Την Β΄ Κυριακή των Νηστειών γιορτάζουμε έναν από τους πιο μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης σε μια εποχή γεμάτη ιδεολογικές συγχύσεις. Είχε ξεκινήσει από την Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στα ανάκτορα κοντά στον αυτοκράτορα, σπούδασε φιλοσοφία, έμαθε καλά την έξωθεν σοφία, αλλά επειδή ήταν παιδί ευλαβούς οικογένειας, μεγάλωσε ορθόδοξα κι αγαπούσε τον Θεό, δεν θέλησε να μείνει στα ανάκτορα κοντά στο βασιλιά παρά τις πιέσεις που δέχτηκε. Έτσι, αφιέρωσε τον εαυτό του στον Θεό, ασπάστηκε τον μοναχισμό και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί έζησε σε πολλούς τόπους, στην ιερά Μονή Βατοπεδίου έλαβε το μέγα σχήμα των μοναχών και εν συνεχεία, λόγω των περιπετειών της εποχής εκείνης, ο άγιος βρέθηκε με το θέλημα του Θεού να χειροτονηθεί Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

 

Εκείνη την εποχή υπήρχε μια μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία, μια αίρεση ουσιαστικά, σύμφωνα με την οποία η θέωση του ανθρώπου δεν είναι πραγματικότητα και μετοχή στη θεία Χάρη αλλά μια πρόοδος φιλοσοφική, ανθρωποκεντρική, δηλαδή απλά ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος. Αυτοί όλοι οι άνθρωποι που ήταν εναντίον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ήταν κοσμικοί φιλόσοφοι που θεωρούσαν την τελείωση του ανθρώπου σαν ένα φιλοσοφικό γεγονός μέσα από την ιδεολογία, τη φιλοσοφία και τον στοχασμό, σαν ένα δώρο από τον Θεό, χωρίς να έχει ο άνθρωπος ουσιαστική μετοχή σε αυτή την κατάσταση. Ίσως είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, αλλά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μαζί με όλους τους σύγχρονούς του ασκητές και πατέρες, αγωνίστηκε εναντίον αυτής της αιρέσεως και πλανεμένης ιδέας και είπε ότι η θέωση του ανθρώπου είναι μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού και ότι πραγματικά ο άνθρωπος θεώνεται και αγιάζεται. Αυτό δεν είναι ένα ανθρώπινο γεγονός που εξαρτάται από τις ιδέες και τη φιλοσοφία, αλλά ένα πραγματικό γεγονός που αγκαλιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο.

 

Η μνήμη αυτού του αγίου εορτάζεται τη Β΄ Κυριακή των Νηστειών όχι τόσο για να τιμήσουμε τον άγιο αλλά για να δούμε τη διδασκαλία του, η οποία είναι η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της εμπειρίας της και είναι προϋπόθεση για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον τρόπο με τον οποίο φθάνει στη θέωση και την αγιότητα. Δίδασκε λοιπόν ότι αυτή η πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό έχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα: ο άνθρωπος φτάνει να γίνει ένα μαζί με τον Θεό, όχι με την ουσία του Θεού βέβαια, γιατί τότε θα είχαμε πανθεϊσμό, θα ήμασταν όλοι Θεοί κατ’ ουσίαν, αλλά με τις ενέργειες και τη Χάρη του Θεού. Αυτές οι ενέργειες του Θεού είναι αυτές που μας μεταμορφώνουν και μας κάνουν ναούς του Αγίου Πνεύματος. Έδινε λοιπόν ξεκάθαρο στόχο στον πνευματικό αγώνα ο Άγιος Γρηγόριος. Επίσης έλεγε ότι το τέρμα αυτό εξαρτάται από δύο παράγοντες, τον ανθρώπινο και τον θείο. Για να μπορέσει δηλαδή ο άνθρωπος να φθάσει στη θέωση και τον αγιασμό πρέπει οπωσδήποτε να το καταβάλλοντας το ανθρώπινο, δια των ασκητικών αγώνων και μεθόδων τις οποίες παραδίδει η Εκκλησία μας. Όμως, έστω και αν ο άνθρωπος το θέλει και κάνει ό,τι εξαρτάται από αυτόν, είναι απαραίτητο να συνυπάρχει η θεία Χάρις. Ανθρώπινη προαίρεση και εργασία μαζί με τη θεία Χάρη, αυτά μαζί οδηγούν τον άνθρωπο στη θεώση.

 

Είναι μεγάλο λάθος και πρόβλημα να παρουσιάζεται η Εκκλησία ως μια ιδεολογία, ένας χώρος ιδεολογικός και φιλοσοφικός και να παρουσιάζεται η εν Χριστώ ζωή ως μια ηθική τελείωση του ανθρώπου: να γίνει ο άνθρωπος καλός άνθρωπος, να μην αμαρτάνει, να αγαπά, να σέβεται την ελευθερία του άλλου, να είναι κοινωνικός, να ασχολείται με τα προβλήματα της κοινωνίας, να είναι δηλαδή ένας πραγματικός άνθρωπος με τη σημασία της λέξης. Αυτό δυστυχώς ακόμα το ακούμε αλλά ιδιαίτερα πιο παλιά ακουγόταν πολύ μέσα στο χώρο της Εκκλησίας. Διδάσκαμε τα παιδιά στα κατηχητικά ότι μέσα στο χώρο της Εκκλησίας γίνονται ηθικοί άνθρωποι, όπως τους θέλει η κοινωνία. Δεν γινόταν ποτέ λόγος για τον αγιασμό και τη θέωση του ανθρώπου. Αυτά ήταν άγνωστα. Έβγαλαν από το Ευαγγέλιο τη θεία Χάρη και το έκαναν ένα ανθρώπινο σύστημα καθαρά ιδεολογικό, λες και η θεία Χάρη είναι κάτι άγνωστο που δεν υπάρχει και υπάρχει μόνο η διδασκαλία του Ευαγγελίου που τηρώντας την θα ήταν αρκετό για να γίνει κανείς ένας καλός χριστιανός και καθώς πρέπει άνθρωπος. Έτσι έλεγαν και στην εποχή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά αλλά εξακολουθεί να λέγεται και σήμερα από πολλούς ανθρώπους.

 

Ακόμα πληρώνουμε το τίμημα αυτού του μεγάλου και τραγικού λάθους. Δεν γίνεται κατανοητή η ορθόδοξη ασκητική μέθοδος της εκκλησίας. Δεν κατανοούν οι χριστιανοί για ποιο λόγο νηστεύουμε ή γιατί η ορθόδοξη Εκκλησία έχει μεγάλες ακολουθίες και αγρυπνίες. Η Εκκλησία ήταν απλά ένα ιδεολογικό σύστημα που έπρεπε να είναι το καλύτερο απ’ όλα για να μπορέσει να σταθεί απέναντι στα υπόλοιπα συστήματα και να κάνει πολεμική κι απολογητική εναντίον των άλλων ιδεολογιών και συστημάτων. Πουθενά λόγος περί ασκητικής ζωής. Έτσι πέσαμε σε μια πνευματική, θεολογική περιπέτεια διότι δεν γνωρίζαμε την ασκητική διδασκαλία των Πατέρας μας. Ευτυχώς η ορθόδοξη Εκκλησία έμεινε πιστή στην παράδοση και στη διδασκαλία των Πατέρων. Πολλά λέγονταν τότε περί ανανεώσεως και εκσυγχρονισμού της Εκκλησίας. Δεν καταλαβαίναμε ότι ο κόσμος πρέπει να γίνει Εκκλησία κι όχι η Εκκλησία να γίνει κόσμος. Η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο και τον μεταμορφώνει, τον κάνει ουρανό. Η Εκκλησία δεν είναι ένα κοσμικό σύστημα που καλείται να εκσυγχρονιστεί απαντώντας στον σύγχρονο άνθρωπο παίζοντας και τραγουδώντας αλλά απαντώντας στο καίριο ερώτημα του ανθρώπου, το οποίο απάντησε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μπορούμε να πούμε ότι αν δεν είχαμε τη διδασκαλία του αγίου αυτού ξεκάθαρη στην Εκκλησία, τότε ίσως να μην μπορούσαμε να απαντήσουμε στον σύγχρονο άνθρωπο που ζητά κάτι πολύ ουσιαστικό από την Εκκλησία.

 

Ο Άγιος είπε ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι ουμανισμός, ένα ανθρωποκεντρικό σύστημα από το οποίο απουσιάζει η θεία Χάρη και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν σώζεται αφ’ εαυτού του. Δεν σώζεται με τις ηθικές αξίες και τα ηθικά πρότυπα αλλά όταν αγωνιστεί πνευματικά με επίγνωση ότι ο αγώνας του αυτός είναι ένα μέσο και μια μέθοδος που οδηγεί στην άμεση επαφή με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η Χάρις δεν είναι αόριστη και άπιαστη αλλά συγκεκριμένη ενέργεια. Χωρίς αυτή τη γνώση και εμπειρία τι θα λέγαμε σήμερα στους νέους; Να είναι καλοί άνθρωποι; Οι νέοι σήμερα κολυμπούν μέσα σε τόσο δυνατές εμπειρίες που αλλοιώνουν όλο το είναι τους. Για να μπορέσει να σταθεί ο άνθρωπος χρειάζεται μια εμπειρία πιο δυνατή από όλες τις άλλες εμπειρίες, χρειάζεται ένα φως ισχυρότερο από τα άλλα φώτα. Η Εκκλησία σήμερα λοιπόν είναι στην πλεονεκτική θέση να παρουσιάζει σε όλους τους ανθρώπους μια φοβερή εμπειρία, αυτή της θεώσεως του ανθρώπου.

 

Όταν λέμε θέωση, δεν εννοούμε μόνο το να φτάσει ο άνθρωπος να επιτελεί θαύματα ή να φτάσει στην κατάσταση των αγίων όπως εμείς τη φανταζόμαστε. Ο άνθρωπος αρχίζει να ενεργεί μέσα από το μυστήριο της θεώσεώς του και της σωτηρίας του από την πρώτη στιγμή που θα αρχίσει εν μετανοία να στρέφεται στον Θεό, που θα σταθεί ενώπιον του Θεού και θα πει με όλη την καρδιά του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Δεν είναι δυνατόν να επικαλεστεί ο άνθρωπος το όνομα του Θεού και να μην επιτελεστεί σε αυτόν μια αλλοίωση, μια ενέργεια. Μπορεί μερικές φορές η καρδιά μας να μην αισθάνεται τίποτα, να λέμε την ευχή κι η καρδιά μας να είναι σκληρή σαν πέτρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενεργεί το μυστήριο της προσευχής. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βίωσε τον Άδη και το σκότος της υπάρξεώς του. Μπήκε σε αυτό τον αγώνα και για ένα διάστημα της ζωής του βίωσε το τι σημαίνει να είσαι μακριά απ’ τον Θεό, η καρδιά του να είναι πέτρα, να κινείται σε σκότος κι έτσι να θρηνεί απαρηγόρητα «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισόν μου το σκότος». Μια προσευχή αδιάλειπτος μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, γιατί ήταν μια εμπειρία. Οι άγιοι βίωσαν πρώτα το σκότος και ταυτόχρονα τη νοσταλγία του φωτός, που δεν είναι κάτι το ηθικό αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός, «εγώ ειμί το φως του κόσμου». «Φώτισόν μου το σκότος» έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ζητώντας το πρόσωπο του Χριστού. «Πότε ήξο και ωφθίσομαι τω προσώπω σου», λέει πριν χιλίαδες χρόνια ο Δαβίδ, εκφράζοντας τον ίδιο πόθο, δηλαδή «πότε θα έρθω και θα δω το φως του προσώπου σου;». Πρέπει να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι όχι μόνο η διδασκαλία της Εκκλησίας αλλά αυτός που είπε αυτή διδασκαλία, αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Η διδασκαλία είναι το μέσο για να φτάσουμε στον Χριστό. Όταν φτάσουμε εκεί, καταργούνται οι εντολές, οι διδασκαλίες και το Ευαγγέλιο ακόμα και μένει η αγάπη, η ένωση του Θεού με τον άνθρωπο σε μιαν απόλυτη, αγαπητική σχέση.

 

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας έδειξε το τέρμα αλλά και την πορεία. Ο άνθρωπος αρχίζει από την πρώτη στιγμή να εφαρμόζει στη ζωή του όλη αυτή την ασκητική ζωή της Εκκλησίας που σημαίνει τήρηση των εντολών του Θεού αλλά ταυτόχρονα έχει και μιαν άλλη κίνηση, που είναι η κίνηση της προσευχής. Οι Πατέρες μας έδωσαν τη μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για να μπορούμε να επικαλούμαστε το πανάγιο όνομα του Χριστού όπου και να βρισκόμαστε. Οι οπαδοί της αίρεσης του Βαρλαάμ, οι φιλόσοφοι, κοροΐδευαν του ορθόδοξους χριστιανούς που έλεγαν συνέχεια αυτή την προσευχή. Μάλιστα ένας καθηγητής θεολογίας έφτασε στο σημείο να πει ότι επειδή οι χριστιανοί λένε συνέχεια «Κύριε, ελέησον», ζαλίζονταν και έβλεπαν «αστεράκια», κι επειδή ήταν ζαλισμένοι νόμιζαν ότι βλέπουν φως. Πού να καταλάβει ο καημένος ότι αυτό ήταν το τέρμα του εν Χριστώ αγώνος κι όχι το να κάνουμε ο,τιδήποτε άλλο. Αυτή η επίκληση του Χριστού έχει δύο βασικά πράγματα: πρώτον ότι ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι έχει ανάγκη τον Χριστό και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν, πρέπει να τον συναντήσει κι έτσι μέσα στο σκότος και το πέλαγος στο οποίο βρίσκεται αρχίζει να φωνάζει και να επικαλείται το όνομα του Χριστού, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Βάση της προσευχής είναι αυτή τη ταπείνωση, η επίγνωση ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την παρουσία του Χριστού. Αρχίζει λοιπόν την επίκληση του Χριστού όπου και να βρίσκεται, συνεχώς. Αυτό είναι το ανθρώπινο, το να ζητούμε τον Χριστό.

 

Για να έχει καρπό αυτή η κίνηση, πρέπει να υπάρχει η θεία Χάρη. Ο χώρος της Χάριτος είναι η αγία Εκκλησία. Εκτός Εκκλησίας δεν μπορεί να ενεργήσει το μυστήριο της θεώσεως του ανθρώπου. Εκκλησία δεν εννοούμε τον ναό αλλά τη μετοχή του ανθρώπου στα μυστήρια της Εκκλησίας. Πώς όμως μπορούμε να ζήσυμε πνευματικά, πώς να εφαρμόσουμε πρακτικά αυτά τα πράγματα για να φτάσουμε στη θεώση; Αρχίζουμε να προσευχόμαστε, να κινούμε την ψυχή μας προς τον Θεό, να επικαλούμαστε το όνομα του Χριστού, να ζητούμε το έλεος του Θεού, να του ζητούμε να μας γνωρίσει τον εαυτό Του αλλά και να αναστήσει τη νεκρή μας ψυχή και το νεκρό μας είναι. Εν μετανοία λαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μέσα μας, περιμένοντας από τον Χριστό να μας ζωογονήσει, γιατί αυτός είναι η ζωή. Είμαστε νεκροί όταν δεν υπάρχει μέσα μας η όντως ζωή και είμαστε ζωντανοί όταν υπάρχει ο Χριστός μέσα μας και γίνεται ένα μαζί μας. Προσευχόμενοι αδιαλείπτως, βιάζοντες τον εαυτό μας, επικαλούμαστε το όνομα του Χριστού, ερχόμαστε στην Εκκλησία προσπίπτοντες και ζητούμε από τον Χριστό να κατοικήσει μέσα μας και να ενωθεί το σώμα μας και όλη η ύπαρξή μας με τον Χριστό.

 

Αφού αρχίσουμε να ζούμε κατ’ αυτό τον τρόπο, αρχίζει η ψυχή μας να αναπαύεται κοντά στον Θεό, γιατί η καρδιά μας έχει αρχίζει να αισθάνεται κάτι. Αγωνιζόμενος, ζώντας την τραγωδία της πτώσεώς του καθημερινά ο άνθρωπος ενδυναμώνει περισσότερο τη φωνή του και καλεί τον Θεό. Καταλαβαίνει ότι ο Θεός υπάρχει αλλά ακόμη είναι μακριά του και δεν μπορεί να την φτάσει. Αυτή την εναγώνια κίνηση την βιώνει ο άνθρωπος στην έναρξη της πνευματικής ζωής και εκφράζει αυτή την αγωνία με την προσευχή του. Όταν έρθει η ώρα που θα σπάσει η σκληρή καρδιά μας, τότε λέει ένας άγιος, όπως μια πέτρα που σπάζει και εκβλύζει ύδατα με πολύ νερό, έτσι και η καρδιά του ανθρώπου, από τα πολλά χτυπήματα της προσευχής, σπάζει η καρδιά και εκβλύζουν τα ύδατα, τα δάκρυα. Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να κλαίει στην προσευχή, τότε η καρδιά του έχει αρχίσει να κινείται προς τον Θεό. Βέβαια όλη αυτή η εμπειρία είναι μυστήριο που δεν περιγράφεται τόσο σύντομα. Όμως είναι γεγονός ότι η πνευματική ζωή άρχεται μετά δακρύων. Εδώ πρέπει να προσέξει ο άνθρωπος να κρατά την ταπείνωση, να μην κατακρίνει τους αδερφούς τους και ταπεινά να κρατήσει τη χάρη των δακρύων μέσα του. Θα βιώσει και τον παράδεισο και την κόλαση. Θα βιώσει αγκαλιές και χαρά από τον Θεό αλλά και μεγάλο μαστίγωμα κάθε φορά που θα χάνει τον έλεγχο και θα φεύγει η χάρη και θα τον εγκαταλείπει. Αυτό το πήγαινε-έλα της θείας Χάριτος είναι μια ολόκληρη πορεία μέσα στη ζωή του ανθρώπου μέχρι να γίνει έμπειρος αγωνιστής και να ξέρει πότε κάτι είναι εκ της χάριτος.

 

Έχοντας πια περάσει πολλές καταστάσεις, ανοίγει και καθαρίζει ο νους τον ανθρώπου, καταλαβαίνει για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά τα πράγματα, αισθάνεται τα λόγια του Θεού και την παρουσία Του, αλλά προπάντων, όλη αυτή την ακαταστασία της υπάρξεώς μας, την εμπαθή κίνηση και τη σύγχυσή μας, σκότος και φως, ηδονή και αμαρτία, αναμεμειγμένα όλα μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση, ο άνθρωπος όταν προχωρήσει μέσα στην προσευχή και στη χάρη, υπάρχει μια αρμονία μέσα του, ησυχάζει. Οι ψυχικές και σωματικές δυνάμεις αποκτούν μιαν αρμονία κι όλος ο άνθρωπος, ψυχή, καρδιά, νους, αισθήσεις, έχουν ένα σκοπό, χριστοποιείται ο άνθρωπος, γίνεται ενιαίος, όπως τον έπλασε ο Θεός κατ’ αρχάς και καταλαβαίνει γιατί ο Θεός τον καμάρωσε όταν τον έπλασε και έγινε καλώς λίαν. Βλέπει και καταλαβαίνει πράγματα μέσα του που πριν δεν τα καταλάβαινε, βλέπει γιατί ο Θεός τον αγάπησε τόσο. Εν συνεχεία, αφού ο άνθρωπος παραμείνει σε αυτή την κατάσταση και μετά φύγει, δεν μπορούμε να περιγράψουμε τα μυστήρια του Θεού, εκεί που ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά ναός του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό φώναζε και δίδασκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Γι’ αυτό δέχτηκε διωγμούς και θλίψεις στη ζωή του γιατί δεν ήθελε να αρνηθεί αυτή την γνησιότητα της παραδόσεως, δεν ήθελε να κάνει την Εκκλησία ένα σύστημα ηθικών αξιών αλλά ένα χώρο που το άγιο Πνεύμα είναι παρών και σώζει τον άνθρωπο.

 

Αυτή η Εκκλησία είναι στην οποία είμαστε μέλη και τέκνα της και γι’ αυτό είμαστε ιδιαίτερα ευλογημένοι από τον Θεό γι’ αυτή τη μεγάλη εμπειρία. Δεν αισθάνεται φόβο ή αδυναμία η Εκκλησία μας να μιλήσει σε κάθε άνθρωπο γιατί δεν έχει να κάνει με ιδέες αλλά προβάλλει ένα γεγονός χειροπιαστό και αληθινό, το γεγονός της θεώσεως του ανθρώπου που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει γιατί το ζεις, το βιώνεις. Είναι ένα γεγονός που είναι το ίδιο πριν δύο χιλιάδες χρόνια, πριν πέντε ή δέκα χιλιάδες χρόνια. Διαβάζοντας τις εμπειρίες των αγίων, βλέπεις το ίδιο Πνεύμα, την ίδια χάρη, την ίδια κίνηση. Από δε την σάρκωση του Χριστού μας και εντεύθεν βλέπουμε ακριβώς τα ίδια σημεία. Διαβάζοντας τα έργα και τα βιώματά του, τα βλέπουμε στους σύγχρονους αγίους, στον εαυτό μας, στην ύπαρξή μας. Ανά πάσα στιγμή η Εκκλησία γεννά τέτοια τέκνα σαν τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί η Εκκλησία είναι ζώσα, δεν είναι νεκρή, ευτυχώς την φύλαξε ο Θεός όπως υποσχέθηκε και έτσι δεν ξέπεσε να γίνει φιλοσοφία και κοινωνικό σύστημα αλλά Σώμα Χριστού.

 

Έχοντας λοιπόν αυτή τη διδασκαλία και την εμπειρία, ας αγωνιστούμε και αυτή την περίοδο, ώστε, γνωρίζοντα την μέθοδο της Εκκλησίας, να καταλάβουμε γιατί κάνουμε αυτά τα πράγματα και με πολλή προθυμία να τρέξουμε σε αυτό τον αγώνα, γνωρίζοντας ότι ουκ αέραν δέρομεν αλλά πυκτεύομεν, αγωνιζόμαστε γιατί έχουμε εις το τέρμα όχι έπαθλο, αλλά πρόσωπο. Στο τέρμα έχουμε όχι μια ηθική ικανοποίηση αλλά μιαν ένωση ολοκληρωτικής αγάπης της υπάρξεώς μας με τον Χριστό. Αμήν.