Κόνιτσα 2011 - κ. Αθανάσιος

Written on 09/02/2014

Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσοῦ

Κόνιτσα, Σεπτέμβριος 2011

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως αὐτῆς, ἔντιμε κ. Δήμαρχε, ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.

Αἰσθάνομαι κατ᾿ ἀρχὰς μεγάλη ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω γιὰ τὴν πρόσκληση αὐτὴ νὰ εἶμαι  σήμερα ἐδῶ ἀνάμεσα σας καὶ πραγματικὰ  ἦρθα, ὄχι γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο, ἀλλὰ ἦρθα γιατὶ εἶχα ἀνάγκη νὰ ἔρθω στὴν Κόνιτσα, νὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ τὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ Γέροντας, ποὺ μεγάλωσε, νὰ προσκυνήσω στὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἀγω­νίστηκε γιὰ 4 χρόνια καὶ νὰ δῶ  ὅλην αὐτὴ τὴν περιοχή, τὴν ὁποία τόσα χρόνια ἀπὸ τὸ στόμα του ἀκούγαμε, γιατὶ συχνά-πυκνὰ ὁ Γέροντας ἀναφερόταν στὴν Κόνιτσα, στοὺς ἀνθρώπους τῆς Κονίτσης, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου καὶ πολλὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή του ἦταν παρμένα ἀπὸ τὴν περιοχὴν αὐτή.

Ἦταν γιὰ μένα, πραγματικά, ἡ χρυσῆ εὐκαιρία νὰ μπορέσω νὰ βρεθῶ στὸν χῶρον αὐτόν. Αὐτὸ ἐνίκησε καὶ τὸν μεγάλο μου δισταγμὸ νὰ μιλήσω γιὰ τὸν Γέροντα, γιατὶ πραγματικά, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, ὅτι αἰσθάνομαι μεγάλην ἐντροπὴ κάθε φορὰ ποὺ ὁμιλῶ γιὰ τὸν Γέροντα.

Προσπαθῶ νὰ τὸ ἀποφεύγω, γιατὶ αὐτὸς ἦταν ἕνας μεγάλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής, ἀσκητής, ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ μεγάλης ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, καὶ σίγουρα ἐγὼ δὲν τοῦ μοιάζω καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλοῦμε γιὰ τὰ ξένα κατορθώματα, γιὰ νὰ μὴ μοιάσωμε ὅπως αὐτὸ τὸ λόγο ποὺ λέγει ἡ «Κλίμακα» ὅτι μπορεῖ κάποιος διηγούμενος ξένα κατορθώματα, νὰ τοῦ πῆ κάποιος ἄλλος: «Καὶ πῶς ἀπὸ ἕνα τέτοιο ὡραῖο δένδρο, βγῆκε τέτοιο ξερὸ κλωνάρι;». 

 Ἀλλὰ ἂς ἐπικαλεσθοῦμε τὴν ἐπιείκεια τοῦ Γέροντα καὶ τὴν ὑπακοή μας στὴ Τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ ἂς τολμήσωμε νὰ ποῦμε λίγα ἀπ᾿ ὅλα  αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἴδαμε κι ἀκούσαμε, ὡς ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ μαρτυ­ρήσωμεν, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν ζωή Του καὶ γιὰ τὰ θαύματα Του, προκειμένου νὰ βοηθήσουν ὅλους ἐμᾶς νὰ πιστεύσωμεν ὅτι αὐτὸς ἐστί, πράγματι, ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου καὶ πιστεύοντας εἰς Αὐτὸν νὰ ἔχωμε ζωὴν αἰώνιον.

Ἐγὼ θὰ μιλήσω ὄχι μὲ γεγονότα ἱστορικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ ὅπως τὸν ἔζησα, ὅπως ἐξ᾿ ἄλλου εἶναι καὶ ὁ τίτλος τῆς ταπεινῆς αὐτῆς ὁμιλίας μου. Γιατὶ πιστεύω ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Θεό, ζεῖ τὸν Θεὸ κατὰ ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτον τρόπον. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι μοναδικὸ γεγονὸς καὶ ἀνεπα­νάληπτο γεγονός, ἔτσι καὶ ἡ βίωσις τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ μο­ναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτον γεγονὸς εἰς τὴν ἱστορία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἑπομένως καὶ ἡ ἐμπειρία γιὰ ἕνα ἅγιον ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, στὸν κάθε ἕνα ἀποτελεῖ ἕνα δικό του ἀπόλυτα γεγονός, μοναδικὸ καὶ ἀνε­πανά­ληπτον.

Ἕνα πλῆθος ἀπέραντο ἀνθρώπων γνώρισαν τὸν Γέροντα καὶ συνδέθηκαν μαζί του.  Ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅλους, κατὰ τὸ μέτρο τῆς χωρητικότητας του, ἔλαβε καὶ ἀνάλογη τὴν Χάρι καὶ τὴν εὐλογία καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος καὶ σίγουρα ὁ καθένας ἔχει νὰ πῆ πάρα πολλὰ καὶ αὐτὴ ἡ εὐλογία τῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἀνεξάντλητη, ὅπως ἀνεξά­ντλητος εἶναι καὶ ὁ ᾠκεανὸς τῆς Θείας Χάριτος ποὺ ἦταν πλημμυ­ρισμένος  πάντοτε ὁ Γέροντας.

Ἐγὼ γνώρισα τὸν Γέροντα Παΐσιο ὅταν ἤμουν 18 χρόνων, μόλις ἐτε­λείωσα τὸ Λύκειο καὶ τὸ 1976 εὐρέθηκα γιὰ σπουδὲς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσ/νίκης. Τότε ἄκουγα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ διάφορους συμ­φοιτητές μου, εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔτσι τὸν Σεμπτέμβριο τοῦ ᾿76 προσπάθησα νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ πρώτη προσπάθεια ἦταν τραγική. Δὲν μ᾿ ἄρεσε καθόλου καὶ ἔφυγα τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ πρωΐ. Εἶπα: «Δὲν πρόκειται νὰ ξαναπατήσω ἐγὼ σ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο». Μοῦ φάνηκε τόσον ἄσχημος τόπος, τόσον ἀπαίσιος, τόσο καταθλιπτικός· τοῦ πειρασμοῦ ἦταν βέβαια, μὴ νομίσετε ὅτι ἔτσι εἶναι ὁ τόπος. Ἐγὼ ἔφταιγα, δὲν ἔφταιγε ὁ τόπος, ἀλλὰ ἔτσι ἦταν στὸ δικό μου μυαλό. Μὴ ξεχνᾶτε, ὅτι προερχόμουν ἀπὸ ἕνα χῶρο ποὺ δὲν εἴχαμε καὶ μεγάλες ἐμπειρεῖες ἀπὸ Μοναχικὴ ζωὴ καὶ Ἅγιον Ὄρος, βέβαια.

Τέλος πάντων, τὴν ἑπόμενη τὸ πρωΐ βγῆκα ἔξω. Ὅταν βγῆκα καὶ ἄκουγα διηγήσεις ἀπὸ φοιτητὲς ἄλλους, πόσο ὡραῖα ἦταν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ντρεπόμουν νὰ πῶ ὅτι ἐμένα δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου. Ξαναδοκίμασα νὰ πάω σὲ 10-15 μέρες. Ἦταν νομίζω ἀρχὰς Ὀκτωβρίου. Ἐν τῷ μεταξύ, πρώτη φορὰ ἄκουγα ἀπὸ τοὺς συμφοιτητές μου γιὰ τὸν π. Παΐσιο καὶ γιὰ τὸν παπα-Ἐφραὶμ στὰ Κατουνάκια καὶ γιὰ μερικοὺς ἄλλους Γέροντες ποὺ ὄντως ἔλαμπαν ἐκεῖνο τὸ διάστημα, σὰν φωστῆρες, εἰς τὸ στερέωμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους. 

Πῆγα μὲ κάποιους συμφοιτητὲς καὶ στὸν π. Παΐσιο πῆγα μαζὶ μὲ ἕνα Ἱεροδιάκονο τότε, ὁ ὁποῖος τώρα ἐκοιμήθηκε, καὶ ὁ ἴδιος μὲ ὁδήγησε στὸν π. Παΐσιο, ὁ ὁποῖος ἔμενε τότε στὸν Τίμιο Σταυρό, στὴν Καψάλα.

Εἶχα μεγάλη ἀγωνία νὰ τὸν δῶ γιατὶ  στὸ δρόμο μοῦ διηγόταν ὁ Διᾶκος θαύματα καὶ πράγματα καὶ προφητεῖες καὶ φοβόμουν, βέβαια, ὅτι θὰ μοῦ ἀποκαλύψη καὶ ὅλα τὰ ἄδηλα καὶ κρύφια τῆς καρδίας μου καὶ τὶς ἁμαρτίες μου. Ὑπῆρχε καὶ κίνδυνος νὰ μὲ ἐκδιώξη μὲ τὶς κλωτσιές, βέβαια, ἀπὸ τὸν χῶρο ἐκεῖνο.

Κτυπήσαμε τὸ κουδούνι καὶ περιμέναμε.  Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση μιὰ πινα­κίδα ποὺ εἶχε γραμμένη ὁ Γέροντας, μᾶς τὴν ἔδειξε χθὲς ὁ π. Διονύσιος. Ἔγραφε ἐκεῖ στὸν Τίμιο Σταυρὸν ὅτι: «Καλύτερα νὰ μὴν μὲ  ἀπα­σχολεῖτε μὲ τὶς ἀργολογίες κ.τλ., πιὸ πολὺ μπορῶ νὰ σᾶς βοηθήσω μὲ τὴν προσευχή».

Κτυπήσαμε τὸ κουδούνι. Περιμέναμε ἀρκετὴ ὥρα. Κάποια στιγμή, ἀκούσαμε μιὰ φωνὴ καὶ βλέπω ἕνα γεροντάκι τὸ ὁποῖο ἦταν τυλιγμένο μὲ μιὰ πράσινη κουβέρτα μὲ ρίγες καὶ ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνη σιγά-σιγὰ παραπατῶντας στὸ δρόμο, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξη. Μοῦ λέει ὁ Διᾶκος: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Γερο-Παΐσιος». «Αὐτὸς εἶναι ὁ Γερο-Παΐσιος;». Ἀμέσως  ἔχασα ὅλη μου τὴν διάθεση. Ἐγὼ περίμενα νὰ δῶ κανένα… Δὲν ξέρω τί φανταζόμουν, τέλος πάντων… Εἶδα μπροστά μου ἕνα γεροντάκι, ὄχι γεροντάκι, στὴν ἡλικία μου ἦταν βέβαια· ἔτσι τὸν ἔβλεπα τότε. Ἀδύνατος, καχεκτικός… Μᾶς ἄνοιξε, μπήκαμε μέσα, καθήσαμε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ πάφτωχο, κυριολεκτικά, Ἀρχονταρικάκι του ποὺ εἶχε. Δηλαδή, ἦταν ἕνα μικρὸ δωμάτιο μὲ δυὸ σὰν κρεββάτια, ἔτσι, ἐκεῖ, γεμᾶτος ἀπορία καὶ ἀγωνία νὰ δῶ τί εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ μᾶς διηγῆται διάφορα πράγματα καὶ αὐτὰ τὰ πράγματα μᾶς ἦταν τελείως ἀδιάφορα. Σὲ μιὰ στιγμή, ἔβγαλε τὰ παππούτσια του καὶ βγῆκε πάνω στὸ κρεββάτι, θέλοντας νὰ μᾶς παραστήση κάτι ποὺ μᾶς ἔλεγε. Ἐγὼ λέω: «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι καλά». Ἀπογοητεύτηκα, εἶπα: «Φαίνεται δὲν εἶναι καλά, γι᾿ αὐτὸ τὸν ᾿βγᾶλαν Ἅγιο καὶ ἔρχονται ἐδῶ νὰ τὸν δοῦν».  «Τέλος πάντων», λέω, «νὰ δοῦμε τώρα πῶς θὰ ρίξωμε τὴν συζήτηση στὰ σοβαρά». Σκεφθεῖτε, δηλαδή, ποῦ βρησκόμουνα.

Τοῦ λέω: «Γέροντα, ἔχετε μεγάλη φήμη στὴν Θεσ/νικη». Μοῦ λέει: «Ναί; Σοβαρά;». Λέω: «Ναί, ναὶ καὶ τὸ ὄνομα σας ἀκούγεται». Μοῦ λέει: «Κοίταξε, βρὲ παιδί μου, ἐδῶ πιὸ πάνω ποὺ πέρασες εἶδες τὰ σκουπίδια ὅλα;». Λέω: «Ναί». Μοῦ λέει: «Κοίταξε ἐκεῖ». Πράγματι, κοίταξα καὶ εἶχε ἐκεῖ  μιὰ παλιοκονσέρβα ἀπὸ καλαμαράκια, ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὸ Ὄρος τότε, καὶ ἔπεφτε ὁ ἥλιος πάνω καὶ ἔφεγγε. Μοῦ λέει: «Τὴν βλέπεις ἐκείνη τὴν κονσέρβα ποὺ λάμπει;». Λέω: «Ναί». «Ἒ», λέει, «ἔτσι εἶμαι  κι ἐγώ. Κονσέρβα ἄδεια, πεταμένη, χαλασμένη καὶ τὴν βλέπει ὁ κόσμος ἀπὸ μακρυὰ καὶ νομίζει ὅτι κάτι εἶναι».

Πῆγα νὰ τὸν ρωτήσω κάτι ἄλλο, μόλις πήγαινα νὰ τὸν ρωτήσω κάτι, μοῦ ἔδινε ἕνα λουκούμι. Φαίνεται μὲ εἶδε καὶ χονδρό, ὅπως ἤμουνα ἀπὸ τότε. Θὰ ἔφαγα 15 λουκούμια μέχρι νὰ φύγω!

Τέλος πάντων, δὲν μᾶς εἶπε τίποτα. Ἀπογοητεύτηκα, σὲ κάποια στιγμὴ δὲν ἐρωτοῦσα πλέον. Ἔλεγε στὸν Διᾶκο διάφορα.

Σηκωθήκαμε νὰ φύγωμε. Λέω: «Γέροντα, μᾶς εἶπαν ὅτι ἔχετε κάτι φίδια ἐδῶ. Ἀληθεύει;». Λέει: «Ναί, θέλεις νὰ τὰ δῆς;». Ἒ, τί θὰ τοῦ ἔλεγα ἐγώ; «Ὄχι δὲν θέλω νὰ τὰ δῶ»; Ἀφοῦ τὸν ρώτησα. Λέω: «Ναί, ἐντάξει, καλὰ εἶναι νὰ τὰ βλέπαμε». Μοῦ λέει: «Ἄκουσε, αὔριο ποὺ θὰ γίνης Πνευματικός, νά ᾿ρθῆς νὰ σοῦ τὰ δείξω. Ἐδῶ τὰ ἔχω», στὴν καρδιά του δηλαδή.

Βγήκαμε ἔχω, ἐγὼ πλήρως ἀπογοητευμένος, λέω: «Δὲν ἔχει τίποτα, δὲν ἔχει νόημα». Στὸ κάγκελο ἐκεῖ τῆς πόρτας τὸν ρωτάω γιὰ τελευταία φορά, ἔτσι ἀπεγνωσμένος: «Ἒ, πέστε μας καὶ κάτι νὰ ᾠφεληθοῦμε». Σὰν νὰ τοὔλεγα: «Τόση ὥρα τί μᾶς ἔλεγες;». Λέει: «Ἄντε, ρὲ παιδιά, εἴσαστε νέοι ἐσεῖς, νὰ κάνετε πολλὲς μετάνοιες». Τοῦ λέω: «Πόσες;». Λέει: «Πολ­λές, πολλές» καὶ μᾶς κτύπησε, ἔτσι,  στὴν πλάτη. Ἐκείνη τὴν ὥρα, πραγματικά, σᾶς ὁμολογῶ, ὅτι ἔγινε ἕνα μεγάλο γεγονός, εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος. Τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, ὁ ἀέρας, τὰ βράχια, τὰ πάντα, τὰ πάντα. Ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα!  Πρώτη φορὰ καὶ τελευταία, βέβαια, στὴν ζωή μου ἔγινε αὐτό. Εὐωδίασαν ὅλα πάρα πολὺ ἔντονα καὶ μᾶς κυρίευσε μιὰ φοβερὴ ἐνέργεια μέσα μας, ἀλλὰ καὶ ὁ Γέροντας λέει: «Ἄντε, πᾶτε, πᾶτε, πᾶτε». Μᾶς ἔδιωξε γρήγορα-γρήγορα, ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἔφυγε στὸ Καλυβάκι, κι ἐμένα μὲ τὸν Διᾶκο μᾶς ἔπιασε ἕνα πρᾶγμα παράξενο. Τοῦ λέω: «Μά, μυρίζεσαι;». Μοῦ λέει: «Δὲν λέγεται. Τί συμβαίνει;». Φύ­γαμε τρέχοντας, μὲ τὰ πόδια,  ἀπὸ τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ φτάσαμε στὸ Μπουραζέρη σὲ κλάσματα χρόνου, ἂς ποῦμε, λὲς καὶ εἴμασταν δρομεῖς καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ σταματήσουμε στὸ δρόμο. Μέχρι τὸ Μπουρα­ζέρη εὐωδίαζαν τὰ πάντα.

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ κατάλαβα ὅτι, πράγματι, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κρύβει μέσα του ἕνα μεγάλο θησαυρό!

Τὸν ἐπεσκέφθηκα πάλι σὲ ἄλλες 10 μέρες περίπου, ὁπόταν μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἴσως γιατὶ προηγήθηκε καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τὴν εὐωδία,  ὁ Γέροντας ἦταν τελείως διαφορετικός καὶ ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ᾿76, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ψαλμός, «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου», πράγματι καὶ ἡ δική μου ψυχὴ ἐκολλήθη ὀπίσω τοῦ Γέροντος αὐτοῦ καὶ αἰσθανόμουν ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖ! Ὁ Θεὸς ἦταν παρών!

Τὸ πρῶτο πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐβεβαιώθηκα ἀπόλυτα, κατὰ ἕνα παράδοξον τρόπον, εἶναι ὅτι, ὅ,τι λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο, ὅ,τι εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ὅσα ἐγράφησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσα ἐλέχθηκαν, ὅσα ἄκουσα, ἦταν ὅλα ἀλήθεια. Δὲν ὑπῆρχε πλέον μέσα στὴν ψυχή μου ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία γιὰ ὁ,τιδήποτε ἦταν λόγος Θεοῦ καὶ Εὐαγγελίου. Γιατί,  φυσικὸ ἦταν, στὰ 18 μου χρόνια, ἒ, ὅσο νἆναι, τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἀνώριμα ἀκόμα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐπέρασε ἐκεῖνος ὁ χρόνος μὲ πάρα πολλὲς ἐπισκέψεις. Ἐγὼ ἐν τῷ μεταξὺ ἀπεφάσισα νὰ μείνω στὸ Ἅγιον Ὄρος, νὰ διακόψω τὶς σπουδές μου, πρᾶγμα ποὺ ὁ Γέροντας δὲν τὸ ἐδέχθηκε, γιατὶ εἶχα μία ὑποτροφία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐντάξει, μεῖνε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ πήγαινε νὰ δίνης ἐξετάσεις κατὰ διαστήματα, γιατὶ ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἔστειλε καὶ ἔχεις μιὰ ὑποτροφία, δὲν εἶναι σωστὸ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἦλθες νὰ διακόψης». Ὅπως καὶ ἔγινε.

Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο θέλω νὰ τονίσω στὴν δική σας ἀγάπη, δὲν εἶναι τόσο τὰ θαύματα τοῦ Γέροντος  Παϊσίου, τὰ ὁποῖα εἶναι πάμπολλα καὶ ἄδηλα καὶ μετὰ τὸν θάνατο του. Ἕνα πλῆθος θαυμάτων σὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν γνώρισαν ποτέ, οὔτε τὸν ἄκουσαν, οὔτε εἶχαν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μπορῶ νὰ σᾶς διηγηθῶ θαύματα ποὺ συνέβηκαν στὴν Κύπρο, σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἤξεραν, οὔτε ἄκουσαν ποτέ, οὔτε γιὰ Ἅγιον Ὄρος, οὔτε γιὰ Γέροντα Παΐσιο, οὔτε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, οὔτε καὶ σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησίαν εἶχαν. Ὅμως ὁ Γέροντας ἐνεφανίσθη σ᾿ αὐτούς, τοὺς ἐθεράπευσε ἢ τοὺς ἐπροστάτευσε ἢ τέλος πάντων, ἡ ἐπέμβαση του ἦταν ἄμεση καὶ στὴν συνέχεια, μὲ ἕναν ἄλλο θαυμαστὸ τρόπο ἐντόπισαν ὅτι αὐτὸς τὸν ὁποῖο εἶδαν ἦταν ὁ Γέροντας Παΐσιος, ποὺ εἶδαν μιὰ φωτογραφία του ἢ ἕνα βιβλίο του, ἀργότερα, ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, «τυχαῖα». 

Τὰ θαύματα, λοιπόν, εἶναι πάρα πολλά, ἀλλὰ τοῦτος δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δικῆς μου ὁμιλίας. Ὁ σκοπὸς ὁ δικός μου, ἤθελα νὰ σᾶς πῶ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο χαρακτήριζε τὸν Γέροντα Παΐσιο καὶ αὐτὸ ποὺ τὸν ἔκανε, κατὰ τὴν δική μου ταπεινὴ ἄποψη, τόσο μεγάλο Ἅγιο. Γιατὶ πίστευα καὶ πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι πρόκειται περὶ ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου συγχρόνου τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν δική μου συνείδηση εἶναι καταταγμένος μεταξὺ τῶν μεγάλων Ἁγίων καὶ ἤμουν βέβαιος μέσα στὴν δική μου ὕπαρξη ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πραγματικὰ  στηρίζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὶς εὐχές του. 

Στὸ διάστημα τὸ ὁποῖο πέρασε ἀπὸ τότε, ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔδωσε τὴν εὐλογία, γιατὶ ἔβλεπε ὅτι ἤμουν ἀδύνατος καὶ ταλαίπωρος καὶ ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, συνεχόμενες μέχρι 2½ βδομάδες. Μιὰ φορὰ ἔμεινα 2½, σχεδὸν 3 βδομάδες, ἄλλη φορὰ μιὰ βδομάδα, ἄλλη φορὰ ἄλλη βδομάδα, παρόλο ποὺ τότε ἔλεγαν ὅλοι οἱ πατέρες ἐκεῖ: «Μὴν τὸν ἐνοχλεῖτε, μὴν  μείνετε πολλὴ ὥρα μαζί του γιατὶ δὲν πρέπει» κ.τλ., ἀλλὰ ὁ Γέροντας ἔδειχνε αὐτὴ τὴν ἐξαίρεση, λόγῳ βέβαια  τῆς δικῆς μου μεγάλης ἀνάγκης.

Παρακολουθῶντας τον, καὶ τὸν παρακολουθοῦσα μὲ πᾶσαν λεπτομέρεια, σχολαστικότητα· εἶχα μεγάλη περιέργεια νὰ δῶ  ὅλη τὴν ζωή του, νὰ τὸν ἐξιχνιάσω μέχρι ἐκεῖ ποὺ δὲν λέγεται, πάντοτε μοῦ ἔδινε αὐτὴ τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ τὸν κόσμο στὸ χέρι του καὶ ὅτι ὄντως, πραγματικά, στηρίζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν προσευχή του.

Ἐνθυμοῦμαι τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔμεινα ἐκεῖ γιὰ τὸ βράδυ, μοῦ λέει: «Πᾶμε νὰ φᾶμε». Μά, τί εἴχαμε νὰ φᾶμε; Ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω τὴν ἄκρα πτωχεία ποὺ ἐπικρατοῦσε κυρίως ἐκεῖ στὸν Τίμιο Σταυρό. Πήγαμε νὰ φᾶμε, ὑποτίθεται. Ἅπλωσε κάτω, ἐν τῷ μεταξύ,  κάτω στὴν γῆ θὰ τρώγαμε, δὲν εἶχε τραπέζι. Εἶχε μιὰ μαρμάρινη πέτρα ἐκεῖ, τετράγωνη, ποὺ ἐκεῖ θὰ τρώγαμε. Ἔβαλε 1-2 κρεμμύδια, κάτι παξιμάδια καὶ κάποιος τοῦ ἄφησε καὶ μιὰ κονσέρβα. Λέει: «Θὰ σοῦ τὴν ἀνοίξω ἐσένα αὐτή, τὴν φύλαγα γιὰ σένα». Ἀλλὰ πῶς θὰ τὴν ἄνοιγε, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐργαλεῖο. Τὴν ἄνοιξε μὲ τὸ σκεπάρνι. Δὲν εἶχε κανένα ἄλλο ἐργαλεῖο, τίποτε· ἀφοῦ δὲν χρησιμοποιοῦσε.

Σηκωθήκαμε νὰ κάνωμε τὴν προσευχή μας, νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ αὐτὸς στάθηκε ἔτσι ἐκεῖ στὴν ἔρημο, ὅπως ἦταν ἕνας πανέρημος τόπος ἐκεῖ ἡ Καψάλα, ὁ Τίμιος Σταυρός, σήκωσε τὰ χέρια του στὸ οὐρανὸ καὶ λέγει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…». Πραγματικά, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, τόσα χρόνια μετά, οὔτε ἄκουσα ξανὰ τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ μὲ τόση δύναμη. Ἐνόμιζα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ εὐλογήση τὴν βρῶσι καὶ τὴν πόσι τὴν δική μας ἐκείνη. Ἦταν κάτι τὸ φοβερό!

Ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη του ζωὴ ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ ἔζησα μαζί του μέχρι τὸ 1992. Ἐπήγαινα πάρα πολὺ συχνά, ἔμεινα πάρα πολλὲς νυχτες μαζί του, λειτούργησα πάρα πολλὲς φορὲς στὸ Ἐκκλησάκι του, ἀλλὰ ποτέ μου δὲν τὸν συνήθισα αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο. Κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσα εἶχα τὴν ἴδιαν ἀγωνία ὅπως τὴν πρώτη φορά. Καὶ μοῦ ἔλυσε αὐτὴ τὴν ἀπορία ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὸ Ἔσσεχ. Ὅταν πήγαμε μὲ τὸν ἀείμνηστο Γέροντα μας, στὴν κουβέντα ἐπάνω ποὺ μᾶς ἔλεγε, λέει τὸ ἑξῆς: «Ἡ συνάντησις μὲ ἕνα πνευματικὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, προφητικὸ γεγονός καὶ οὐδέποτε εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξοικειωθῆς μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε θὰ εἶναι ἕνα δυναμικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονός». Ὄντως, αὐτὸ συνέβαινε μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο.

Καὶ ὅσο κι ἂν σᾶς φαίνεται παράξενο, ὁ λόγος ποὺ δὲν πῆγα νὰ τὸν δῶ ὅταν ἀρρώστησε, θὰ μὲ βγάλετε ὅτι δὲν εἶμαι  στὰ καλά μου, δὲν ἐπίστευα ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ πεθάνη. Μοῦ φαινόταν ἀδύνατο. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ὑπερέβαινε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ποὺ ἡ ζωὴ του ἦταν μιὰ δυνατὴ καὶ ἔκδηλη παρουσία τῆς Χάριτος, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ φανταστῶ ὅτι θὰ ἀρρωστοῦσε καὶ θὰ ἀπέθνησκε καὶ ἔτσι δὲν πῆγα νὰ τὸν δῶ ὅταν ἦταν στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος μοῦ εἶχε στείλει τὶς εὐχές του μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν.

Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ τὸν χαρακτήριζε ἦταν ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἀπέραντη ἀγάπη ἡ ὁποία ἐκμηδένησε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖ ποὺ ζοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος δὲν εἶχε καμμιὰν ἀνθρώπινη παρηγοριά, ἀπολύτως τίποτα, ἀπολύτως τίποτα. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν εἶχε καμμιὰν ἀνθρώπινη παρηγοριά, οὔτε δεχόταν ἀνθρώπινα στηρίγματα καὶ παρηγοριές, ἦταν τόσο ἔκδηλη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του καὶ ὁ Θεὸς ἦταν συνεχῶς μαζί του καὶ «ἦν χείρ Κυρίου μετ᾿ αὐτοῦ διὰ παντός».

Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1982, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, μετὰ τὴν ἀγρυπνία, πῆγα νὰ τὸν δῶ. Ἦταν ἀκόμα πρωΐ. Ξεκουραστήκαμε καμμιὰ ὥρα καὶ πῆγα νὰ δῶ τὸν Γέροντα. Ἦταν μόνος του στὸ Καλυβάκι του, στὴν «Παναγούδα», ἤδη. Εἶχε πολὺ καλὴ διάθεση, ἦταν καὶ ἡσυχία, δὲν εἶχε κόσμο, νομίζω εἶχε καὶ κακοκαιρία καὶ μοῦ λέει  τὸ ἑξῆς πρᾶγμα: «Τί νὰ σοῦ πῶ, Διᾶκο». Ἤμουν διᾶκος τότε ἀκόμα. «Κάποτε καιγόταν ἡ ὕπαρξη μου ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόσο πολύ, ποὺ αἰσθανόμουν τὰ κόκκαλα μου νὰ λυώνουν σὰν λαμπάδες. Μάλιστα μιὰ φορά, περπατοῦσα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ συνεχίσω, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ αἰσθανόμουν μέσα μου, καὶ ἔπεσα κάτω σὲ ἕνα δένδρο ἐκεῖ καὶ ἔλεγα: «Νὰ μὴ μὲ δῆ καὶ κανένας καὶ νὰ μὲ παρεξηγήση, νὰ μὴ ξέρη τί ἔπαθα». Φλογιζόμουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔντονα. Ἐδῶ καὶ περίπου 7-8 χρόνια, αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὄχι πὼς ἔπαυσε νὰ ὑπάρχη, ἀλλὰ μεταποιήθηκε, μετεστράφηκε σὲ μιὰ ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο καὶ λυώνω καθημερινὰ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους καὶ δὲν μπορῶ νὰ σκεφθῶ τὸ πῶς ὁ Θεὸς ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος. Σκέφτομαι καμμιὰ φορά, πῶς ἐγεννήθη ὁ Χριστός καὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, καὶ διαλύομαι». Καὶ πραγματικὰ  γέμισαν τὰ μάτια του δάκρυα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἄφηνε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐκδηλώνεται ἔτσι. Ἦταν γενναῖος στρατιώτης καὶ ἀπέφευγε νὰ ἐκδηλώνη τὰ ἐσωτερικά του βιώματα, ἐν τούτοις ὅμως, μετά, πράγματι, ἡ ζωή του, ὅπως εἶπε καὶ ὁ π. Διονύσιος χθές, στὴν Παναγούδα, κυρίως ἦταν μιὰ μορφὴ θυσίας καθημερινῆς  γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸ ἦταν τὸ δεῖγμα τῆς τέλειας ἀγάπης.

Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Πέτρο: «Καὶ σὺ ποτὲ  ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ἀκριβῶς γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο συνέβη τὸ ἴδιο. Ἀφοῦ ἔφθασε στὸ ὗψος τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεώσεως, ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ τὸν λόγο, νὰ στηρίξη τοὺς ἀδελφούς του καὶ μαζευόταν ἐκεῖ στὸ Καλύβι του, πραγματικά,  ἕνα χάος ἀπὸ ἀνθρώπους, πάσης φύσεως, ἀλλὰ ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους, τὰ νέα παιδιὰ ποὺ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὸν δρόμο τους καὶ μὲ μεγάλη θυσία, πραγματικὰ  μεγάλη θυσία, στεκόταν δίπλα τους. Τοὺς ἄκουγε, τοὺς θεράπευε, τοὺς συμβούλευε, τοὺς ἐνίσχυε.

Ἐπίσης ἐκεῖνο ποὺ ἦταν θαυμαστόν,  ἦταν ὁ λόγος του. Μπορούσαμε νὰ μιλοῦμε, γιατὶ ἐγὼ ἔκανα ἕνα διάστημα στὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου μὲ τὴν συνοδεία τοῦ Γέροντα μας, ἐκεῖ γνώρισα καὶ τὸν Ἀθανάσιο ποὺ θὰ μᾶς μιλήση σὲ λίγο. Ἔκανα Ἀρχοντάρης καὶ θυρωρός, Πορτάρης. Ἤμουν πάντα φλύαρος καὶ μοῦ ἄρεσε νὰ κάνω τὸν δάσκαλο. Ὅποιος περνοῦσε ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸν ζάλιζα μὲ τὰ κηρύγματα μου. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι καταλάβαιναν, βέβαια, καὶ δὲν μοῦ ἔδιναν σημασία καὶ ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσα, εἰς μάτην κοπιοῦσα. Ὅμως ἐπήγαιναν στὸν Γέροντα καὶ ἦταν ἀρκετὸς ἕνας λόγος δικός του, ἕνας λόγος ἢ καμμιὰ φορὰ καὶ τίποτα δὲν τοὺς ἔλεγε, ἁπλῶς τὸν ἔβλεπαν καὶ ἄλλαζε ἡ ζωή τους ὁλόκληρη. Ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιον: «Τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος»[1]. Ὁ Χριστὸς ἐβεβαίωνε τὸν λόγο τοῦ Γέροντα καὶ ἐσφράγιζε τὸν λόγο τοῦ Γέροντα, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων τῆς Χάριτος. Μὲ τὰ σημεῖα τῆς Χάριτος τὰ ὁποῖα εἶχε ἐπάνω του καὶ τὰ ὁποῖα ἦταν τόσον ἄφθονα καὶ τόσον πλούσια καὶ τόσον μεγάλα σὲ ἀριθμόν, ποὺ ἐκαταγράφησαν σὲ βιβλία. Εἶμαι  βέβαιος ὅτι καὶ οἱ ἑπόμενοι ὁμιλητὲς θὰ μᾶς τὰ ποῦν τόσο καλά. Ἀλλὰ καὶ τόσα ἀκόμα ὑπάρχουν ποὺ ὁ καθένας ἔχει τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ σημεῖα, πραγματικὰ  μᾶς δείχνουν τὴν μεγάλη ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Τελειώνω μὲ δύο μόνον ἀκόμα παραδείγματα. Ἕνα βράδυ ποὺ ἔμεινα ἐκεῖ κοντά του· εἶχα πάει τὸ πρωΐ καὶ θὰ ἔμενα ἐκεῖ στὸ Καλυβάκι μαζί του, ἤμουν στενοχωρημένος γιατὶ ὁ Γέροντας μας ὁ Ἰωσήφ ἦταν στὴν Κύπρο, σ᾿ ἕνα Μοναστηράκι ποὺ προσπαθοῦσε νὰ φτιάξη καὶ δὲν εἶχα νέα του. Εἶχε ἀργήση νὰ μοῦ γράψη γρᾶμμα κ.τλ. καὶ εἶχα μιὰ ἀνησυχία. Μοῦ λέει  ὁ Γέροντα: «Τί ἔχεις καὶ εἶσαι σκεφτικός;». Λέω: «Δὲν ἔχω νέα ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰωσήφ κάτω καὶ ἔχω μιὰ ἀνησυχία μέσα μου». «Ἒ», μοῦ λέει, «τί σκέφτεσαι καημένε, νὰ κόψουμε ἕνα εἰσιτήριο νὰ πᾶμε». «Νὰ πᾶμε, εὐχαρίστως». Μοῦ λέει: «Μὲ ποιά ἑταιρεία θέλης νὰ πᾶμε; Μὲ τὴν Ὀλυμπιακή;».  «Ὀλυμπιακή». «Ἐντάξει»,  μοῦ λέει, «νὰ ρωτήσωμε πότε ἔχει πτήσεις καὶ νὰ πᾶμε στὴν Κύπρο». Λέω: «Ἐντάξει, Γέροντα».  Μοῦ λέει: «Ἀλλὰ θὰ πᾶμε μὲ τὸ εἰσιτήριο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτη». Λέω: «Δηλαδή;». Λέει: «Τί δηλαδή; Αὐτὸς ἔτρωγε ἕνα παξιμάδι καὶ ταξείδευε ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια στὸ Βατοπέδι, πετῶντας. Θὰ φᾶμε κι ἐμεῖς ἀπὸ ἕνα παξιμάδι ἀπόψε καὶ θὰ πᾶμε στὴν Κύπρο». «Ἒ, ἀστεῖα», λέω κι ἐγὼ ἀπὸ μέσα μου. Φάγαμε τὸ παξιμάδι μας, πράγματι, ἐγὼ πῆγα νὰ κοιμηθῶ, ὁ Γέροντας προσευχόταν. Τὸ πρωΐ, ὅταν ἐσηκώθηκα ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος ἦταν ἤδη στὸ πόδι, μοῦ λέει: «Πῶς πέρασες χθές;». «Καλά». Λέει: «Ὡραῖο εἶναι τὸ Μοναστήρι ἐκεῖ». Λέω: «Ὡραῖο, Γέροντα». Μοῦ περιέγραψε μὲ πᾶσαν λεπτομέρεια τὸν τόπο ποὺ ἔμενε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ: Τὸ κελλί του, τὸ γραφεῖο του, μέχρι καὶ ποῦ εἶχε τὰ στυλό του, τὸν σουγιά του, τὶς παντόφλες του, τὰ πάντα. Τὰ πάντα μὲ πᾶσα λεπτομέρεια. Λέω: «Γέροντα, ποῦ τὸ ξέρεις;». Μοῦ λέει: «Ἀφοῦ πέρασε τὸ ἀεροπλάνο ἀπό ᾿δῶ, ἦρθα νὰ σὲ πάρω κι ἐσὺ κοιμόσουνα καὶ πῆγα μόνος μου. Ἔχασες τὸ εἰσιτήριο. Πῆγα μόνος μου κι ἦρθα τὸ πρωΐ». Τέτοια ἦταν γεμάτη ἡ ζωή του[2]

Καὶ τελειώνω μὲ ἕνα ἄλλο περιστατικό, τὸ ὁποῖο δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ λέω, ἀλλὰ ἔφτασα καὶ τὸ εἶπα, τὸ ὁποῖον ἦταν καθοριστικό, τουλάχιστον γιὰ μένα. Τὸ ᾿77 ἔγινε αὐτό,  ἐκεῖ στὸ Καλυβάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐγώ, ἐν τῷ μεταξύ, ἤμουν Διάκονος ἤδη. Πῆγα τὸ πρωΐ στὸν Γέροντα, τέτοιες μέρες, 13 Σεπτεμβρίου μὲ τὸ Παλαιό. Μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας, ὅπως πάντα ἀστειευόμενος, μοῦ λέει: «Καλῶς τὸν Διᾶκο. Καὶ μοῦ ἔλειπε ἕνας Διᾶκος γιὰ τὴν πανήγυρη». Λέω: «Νά, ἦρθα». Λέει: «Παρήγγειλα 100 κιλὰ ψάρι, θά ᾿ρθοῦν οἱ Δανιηλαῖοι, θά ᾿ρθοῦν οἱ Θωμᾶδες, θά ᾿ρθοῦν αὐτοί... Θά ᾿ χουμε Δεσπότη, Θά ᾿ χουμε, ξέρω  ᾿γώ, αὐτά,  θὰ κάνουμε πανήγυρη». Πρὸς στιγμὴν πῆγα κι ἐγὼ νὰ πιστέψω ὅτι θὰ ὑπῆρχαν αὐτὰ ὅλα. Τέλος πάντων, μοῦ λέει: «Νὰ μείνης ἐδῶ σήμερα». Ἦταν ἡ πρώτη νύχτα ποὺ ἔμεινα. Ἔμεινα ἐκεῖ, πετοῦσα ἀπὸ τὴν χαρά μου, τέλος πάντων. Τὸ βράδυ μοῦ λέει: «Κοίταξε, τὸ βράδυ θὰ κάνωμε ἀγρυπνία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Θὰ κάνωμε ἀγρυπνία». Μοῦ εἶπε τί ἔπρεπε νὰ κάνω. Βέβαια,  ἀγρυπνία μὲ τὸ κομποσχοίνι, ποιός νὰ ψάλλη, ἂς ποῦμε. Λέει: «Θὰ κάνωμε ἀγρυπνία μὲ τὸ κομποσχοίνι». Ἀρχίσαμε γύρω στὶς 5 τὸ ἀπόγευμα. «Κοντὰ στὶς 7», Βυζαντινὴ ὥρα, γύρω στὰ μεσάνυχτα, «θὰ σὲ φωνάξω νὰ διαβάσωμε τὴν Θεία Μετάληψη, μέχρι νά ᾿ρθῆ ὁ παπᾶς τὸ πρωΐ ἀπὸ τοῦ Σταυρονικήτα νὰ μᾶς λειτουργήση». «Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα». Μοῦ εἶπε ἕνα κατάλογο μεγάλο, πῶς ἔπρεπε νὰ κάνω τὴν προσευχὴ κ.τλ., μοῦ εἶπε κάποια πράγματα, καὶ ἔμεινε αὐτὸς στὸ ἕνα κελλὶ κι ἐγὼ στὸ ἄλλο. Κάθε καμμιά-μιάμισυ ὥρα μοῦ κτυποῦσε τὸν τοῖχο καὶ ρωτοῦσε: «Διᾶκο, εἶσαι  καλά;». «Καλά, Γέροντα». «Κοιμᾶσαι;». «Ὄχι, δὲν κοιμᾶμαι». Μοῦ εἶπε: «Ἂν ἀκούσης τίποτα θορύβους, μὴ φοβηθῆς. Εἶναι ἀγριογούρουνα, ξέρω ᾿ γὼ τσακάλια κι αὐτά». Τὸν ἄκουγα ὅλη νύχτα ποὺ περπατοῦσε. Ὁ Γέροντας ἐπειδὴ εἶχε μισὸ πνεύμονα, ἀνάπνεε βαθειὰ καὶ κατὰ διαστήματα εἶχε, ἔτσι, μιὰ ἀναπνοὴ καὶ ἔλεγε: «Δόξα Σοι ὁ Θεός», μὲ ἕνα δικό του ὡραῖο τρόπο.

Τέλος πάντων, ἐγὼ αἰσθανόμουν ὅτι ἔχω τὸν Γέροντα δίπλα μου, πράγματι, ἔκαμα κι ἐγὼ ὅ,τι μποροῦσα. Γύρω στὰ μεσάνυχτα, 7 μὲ τὴν Βυζαντινὴ ὥρα, 1 ἡ ὥρα, πόσο ἦταν, μὲ φώναξε καὶ πήγαμε στὸ Ἐκκλησάκι, δίπλα, ἑνωμένο μαζὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπο συγκρότημα. Ἦταν ἕνα Ἐκκλησάκι στενόμακρο καὶ πολὺ στενό, ποὺ εἶχε ἕνα μόνο στασίδι καὶ 5 εἰκόνες: Τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ δὲν θυμᾶμαι, ἕναν Ἅγιο Ρῶσσο εἶχε, γιατὶ ἦταν ὁ παπα-Τύχων ἐκεῖ, ὁ Ρῶσσος ποὺ εἴδαμε χθές. Λέει: «Νὰ διαβάσωμε τὴν Θεία Μετάληψη». Μὲ ἔβαλε μέσα ἐμένα στὸ στασίδι, μ᾿ ἄνοιξε τὸ Ὠρολόγιο, μοῦ ᾿δωσε μιὰ λαμπάδα ἀναμμένη καὶ ὁ Γέροντας δίπλα μου ἀκριβῶς ἔλεγε τοὺς στίχους τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Δόξα Σοι ὁ Θεὸς ἡμῶν,  δόξα Σοι». Κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε τὸ στῖχο, ἔκανε καὶ μιὰ στρωτὴ μετάνοια. Ἐγὼ βέβαια  διάβαζα: «Ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης γενέσθω μοι τὸ σῶμα Σου τὸ ἅγιο…», κ.τλ., κ.τλ. Θεοσκότεινα ὅλα, νύχτα, μεσάνυχτα, στὴν ἔρημο. Ὅταν φθάσαμε στὸν στῖχο ποὺ λέγει: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς. Μαρία Μῆτερ Θεοῦ, τῆς εὐωδίας τὸ σεπτὸ σκήνωμα..», εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», ἄρχισα νὰ λέω ἐγώ: «Μαρία Μῆτερ Θεοῦ…». Ἐκεῖ ἀκριβῶς, ἄκουσα ἕνα πρᾶγμα, σὰν ἀέρας μπῆκε στὸ Ἐκκλησάκι. Νόμισα ὅτι ἄνοιξε τὸ παράθυρο ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ἦταν δίπλα μου. Καὶ ξαφνικὰ φωτίστηκε ὅλος ὁ χῶρος καὶ ἄρχισε τὸ καντήλι τῆς Παναγίας νὰ κινῆται μόνο του περίπου τόσην ἀπόστασιν. Ἦταν 5 τὰ καντήλια, αὐτὸ μόνο ἐκινεῖτο, τὰ ὑπόλοιπα ἦταν σταθερά. Φωτίστηκε τὸ Ἐκκλησάκι καὶ αὐτὸ τὸ κατάλαβα γιατὶ τὸ κερὶ ποὺ κρατοῦσα δὲν μοῦ χρειαζόταν πλέον νὰ βλέπω τὸ βιβλίο. Ἐγύρισα πρὸς τὸν Γέροντα. Μὲ κοίταξε αὐτὸς καὶ μοῦ ᾿καμε ἔτσι, σιωπή. Πράγματι, σταμάτησα νὰ διαβάζω καὶ ὁ Γέροντας γονάτισε κάτω. Ἔμεινα ἐγώ, περίμενα, περίμενα, περίμενα, πέρασε μισὴ ὥρα καὶ πλέον καὶ γινόταν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα: Τὸ καντήλι νὰ πηγαίνη καὶ νὰ ἔρχεται, τὸ Ἐκκλησάκι νἆναι φωτεινό, ὁ Γέροντας νἆναι γονατιστός, κι ἐγὼ μὲ τὸ κερὶ στὸ χέρι νὰ μὴ ξέρω τί νὰ κάμω. Ἒ, πέρασε ἡ μισὴ ὥρα, λέω: «Νὰ διαβάσω τὴν Θεία Μετάληψη, τί θὰ κάμωμε τώρα;». Ἄρχισα νὰ διαβάζω, νὰ διαβάζω συνέχεια.

Κάποια στιγμή, ἐκεῖ στὴν (Ζ΄) ᾠδή, ἐπανήλθαμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε· στὸ σκοτάδι, τὸ καντήλι σταμάτησε κ.τλ. Τέλειωσε ἡ Θεία Μετάληψη. Πήγαμε καθήσαμε ἐκεῖ, εἶχε ἕνα μικρὸ χωλάκι, ὁ π. Διονύσιος θὰ τὸ θυμᾶται, ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀρχονταρικάκι, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Γέροντας ἦταν φοβερὰ ἀλλοιωμένος πνευματικά. Λέω: «Γέροντα, τί ἔγινε μέσ᾿ τὸ Ἐκκλησάκι;». Μοῦ λέει: «Τί ἔγινε;». Λέω: «Δὲν εἴδατε τὸ καντήλι;». «Ἒ, τὸ εἶδα». Μοῦ λέει: «Ἄλλο τί εἶδες;». Λέω: «Τίποτα δὲν εἶδα. Εἶδα φωτίστηκε τὸ Ἐκκλησάκι καὶ τὸ καντήλι». «Δὲν εἶδες τίποτε ἄλλο;». «Ὄχι, δὲν εἶδα ἐγὼ  τίποτε ἄλλο. Τί ἤτανε;». «Μωρέ, τίποτα δὲν ἤτανε καημένε, τί ἦταν;». Τοῦ λέω: «Μά, καλά, εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἦταν τίποτα; Γιατί νὰ μὴ τὸ βλέπωμε κάθε μέρα, ἀφοῦ δὲν εἶναι   τίποτα; Καὶ νὰ μὴ τὸ βλέπουν κι ὅλοι μάλιστα». Μοῦ λέει: «Τίποτα δὲν ἤτανε, βρὲ παιδάκι μου, ἀλλὰ δὲν ἔχεις διαβάσει, ὅτι ἡ Παναγία τὸ βράδυ γυρνᾶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ βλέπει τί κάνουν οἱ Μοναχοί;». Πράγματι, τὸ εἶχα διαβάσει πρὶν λίγες μέρες, μιὰ διήγηση. «Ἔ, μοῦ λέει, πέρασε κι ἀπ᾿ ἐδῶ, εἶδε δυὸ παλαβοὺς ἐδῶ ποὺ διάβαζαν καὶ κούνησε τὸ καντήλι νὰ μᾶς χαιρετίση». Μιὰ ἄλλη φορά, μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἴδιος εἶδε τὴν Παναγία στὸ Ἐκκλησάκι ἐκείνη τὴν ὥρα.

Ἐκείνη ἡ νύχτα ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ συγκλονιστικὲς ἐμπειρίες μὲ τὸν Γέροντα, γιατὶ μέχρι τὶς 6 περίπου τὸ πρωΐ ποὺ ἔφεξε, ποὺ ἦλθε ὁ παπᾶς ἀπὸ τὴν Σταυρονικήτα νὰ μᾶς λειτουργήση, καθήσαμε ἐκεῖ καὶ ὁ Γέροντας μοῦ διηγήθηκε πάρα-πάρα πολλὰ περιστατικὰ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς, ποὺ πραγματικά, δὲν ἔχω χρόνο τώρα νὰ σᾶς μιλήσω, γιατὶ εἶδα τὸ ρολόϊ μου….

Συντονιστὴς τοῦ Συνεδρίου: Ἔχουμε λίγο χρόνο ἀκόμα, μπορεῖτε.

π. Ἀθανάσιος Λεμεσοῦ: Θὰ πάρωμε τὸν χρόνο τῶν ὑπολοίπων.

Συντονιστὴς τοῦ Συνεδρίου: Ὄχι, ὄχι, ἔχουμε χρόνο.

π. Ἀθανάσιος Λεμεσοῦ: Ἐντάξει, ἔχω χρόνο ὅσο γιὰ νὰ τελειώσω.

Ὅταν μὲ ρωτοῦν: «Πάτερ μου, ὁ πάτερ Παΐσιος  εἶναι Ἅγιος; Καὶ εἶναι σωστὸ νὰ τὸν μνημονεύωμε μετὰ τὸν Ἁγίων;», ἐγὼ σᾶς ὁμολογῶ ὅτι λέγω ἕνα λόγο, μπορεῖ νὰ εἶναι μεγάλος, μπορεῖ νὰ εἶναι λάθος, εἶναι δικός μου λόγος, δὲν εἶναι λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσημος, ἀλλὰ τὸ πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι, ἐὰν ὁ Γέροντας Παΐσιος δὲν εἶναι Ἅγιος, νομίζω δὲν ὑπάρχουν Ἅγιοι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸ ἕνας ἄνθρωπος μὲ τόσο πλούσια τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ πάνω του, μὲ τέτοιους ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες, μὲ τέτοια δύναμη Πνεύματος Ἁγίου,  νὰ μὴν εἶναι ἤδη μετὰ τῶν Ἁγίων. Γιὰ μένα γι᾿ αὐτὸ δὲν  ἔχω οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν.

Γι᾿ αὐτὸ σήμερα στὸ μνημόσυνο του, πραγματικά, τὸ μόνο ποὺ μὲ παρηγοροῦσε εἶναι ὅτι κάποτε τὸν ἐρώτησα: «Γέροντα, μποροῦμε νὰ κάνουμε μνημόσυνο στοὺς Ἁγίους ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀνακηρυχθεῖ;». Μοῦ λέει: «Κοίταξε, εὐλογημένε, δὲν βλάπτονται οἱ Ἅγιοι. Προσευχό­μενοι ἐμεῖς γι᾿ αὐτούς, προσεύχονται κι ἐκεῖνοι γιὰ μᾶς».

Διαφορετικά, θὰ αἰσθανώμουν πολὺ ἄσχημα. Διότι γιὰ τὸν Γέροντα ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ψάλλαμε στὴν Θεία Λειτουργία σήμερα, σ᾿ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμένο τόπο ποὺ πήγαμε, ποὺ ἔχετε τὴν μεγάλη εὐλογία νὰ τὸν ἔχετε στὴν περιοχή σας, τὴν Μονὴ  Στομίου, ποὺ εἶναι ἕνας τόσο δυνατὸς καὶ πανέμορφος καὶ εὐλογημένος χῶρος. Ψάλλαμε στὸ Κοινωνικὸ πραγματικὰ  αὐτὸ ποὺ ἰσχύει γιὰ τὸν Γέροντα ἀπόλυτα: «Μακάριοι οὕς ἐξελέξω καὶ προσελάβου Κύριε καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεάν». Ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶναι ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μακάριους, τοὺς τρισμακάριους, τοὺς ὁποίους ἐξελέξατο ὁ Κύριος καὶ προσελάβετο μαζί Του καὶ τὸ μνημόσυνον των θὰ εἶναι εἰς γενεὰς καὶ γενεὰς ἀνθρώπων καὶ Ἁγίων. Εὐχαριστῶ πάρα πολύ.

«Παγὶς ἀνδρὶ τὰ ἴδια χείλη» λέγει ἡ Ἁγ. Γραφή. Τὴν ἐπάτησα διότι τὰ εἶπα στὸν πάτερ. Τέλος πάντων, νὰ τὰ πῶ γρήγορα. Ἂν εἶναι εὐλο­γημένο, νὰ πῶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο νὰ μὴ τὸ πῶ.

Τὸ εἶπα στὸν π. Ἰωὴλ ὅτι ποτέ μου δὲν διανοήθηκα, βέβαια,  ὅτι θὰ γινόμουν Ἐπίσκοπος, διότι δὲν ὑπῆρχε τέτοια προοπτικὴ ὄντας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν ἀδύνατο, οὔτε στὸ πιὸ  τρελλὸ ὄνειρο δὲν μποροῦσε νὰ φανταστῆ κανεὶς  αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.  Ἤτανε τοῦ Ἀπ. Ἀνδρέα, τὸ 1989, ᾿90, κάπου ἐκεῖ καὶ μετὰ τὴν Λειτουργία ποὺ λειτουργήσαμε στὶς Καρυές, στὴν Σκήτη τοῦ Ἀπ. Ἀνδρέου, πῆγα νὰ δῶ τὸν π. Παΐσιο. Ἐν τῷ μεταξύ, ὅμως, ἄρχισε νὰ χιονίζη, ψιλοχιόνιζε καὶ ἔβρεχε, ἦταν, ἔτσι, πολὺ ἄστατος ὁ καιρός καὶ τοῦ λέω: «Γέροντα, νὰ πάω διότι βιάζομαι καὶ δὲν ἔχω οὔτε ὀμπρέλλα, θὰ βραχῶ». Λέει: «Δὲν πειράζει, θὰ σοῦ δώσω ἐγὼ ἕνα ὡραῖο σάκκο». Σκέφτηκα: «Τί σάκκο θὰ μοῦ δώση;». Πῆρε, λοιπόν, μιὰ σακκούλα ἀπὸ τὰ σκουπίδια, αὐτὲς τὶς μαῦρες, ποὺ εἴχαμε γιὰ τὰ σκουπίδια τότε, δὲν ξέρω ποὺ τὴν βρῆκε, ἔκαμε μιὰ τρύπα στὴν μέση, ἔβαλε καὶ δύο ἄκρες ἐκεῖ, καὶ μοῦ λέει: «Στάσου ἐδῶ στὴν μέση νὰ σοῦ τὸ φορέσω». «Γέροντα, τὸ φοράω καὶ μόνος μου, δὲν χρειάζεται».  «Ὄχι», λέει, «στάθου νὰ σοῦ τὸ φορέσω καὶ θὰ ψάλλω καὶ τὸ «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται». Τοῦ λέω: «Γέροντα, γιὰ ἀστεῖα τώρα εἴμαστε;». Μοῦ λέει: «Καὶ τὰ ἀστεῖα, πάτερ μου, γίνονται σοβαρά», μὲ ἕνα πολὺ σοβαρὸ τρόπο. Βέβαια, πῆρα τὴν σακκούλα τὴν φόρεσα, ἀλλὰ σακκούλα τῶν σκουπιδιῶν ἦταν. Φαίνεται αὐτὴ ἦταν ἡ προφητεία, ὅτι εἶμαι  γιὰ τὰ σκουπίδια.

Τὸ δεύτερο, νὰ σᾶς πῶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε στὴν Κύπρο τελευταῖα, μετὰ θάνατον. Ἦταν ἕνα παιδὶ στὴν Πάφο, ὁ ὁποῖος  ἦλθε ὁ ἴδιος, τὸν ἔστειλαν καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Ἦταν ἕνα παιδὶ  ὑδραυλικός. Ἁπλὸ παιδί, βιοπαλαιστής, καλὸ παιδί, ἀλλὰ ἄσχετος παντελῶς μὲ τὴν Ἐκκλησία. Εἶχε αὐτὴ τὴν λαϊκὴ εὐσέβεια ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἐκεῖ, ἐργαζόμενος στὴν αὐλὴ ἑνὸς σπιτιοῦ, χωρὶς νὰ τὸ προσέξη· ἐμεῖς στὴν Κύπρο κάνωμε κάτι γλυκὰ μὲ τὴν μουσταλευριά, δὲν ξέρω ἐδῶ ἂν τὰ κάνετε, ποὺ βάζουνε ἀμύγδαλα καὶ τὰ βουτᾶνε μέσ᾿  τὴ μουσταλευριά, πῶς τὸ λέτε ἐδῶ; Σουτζιοῦκο τὸ λέμε στὴν Κύπρο. Ἐκεῖ ἡ οἰκοκυρὰ εἶχε κάποια σίδερα, τέλια, δηλαδή, σκληρά, τὰ ὁποῖα εἶχαν δύο ἄκρες, σὰν τὰ ἀγκίστρια, πάνω στὰ ὁποῖα ἔδενε τὶς κλωστές. Αὐτὴ εἶχε κόψει τὰ γλυκὰ καὶ τὰ ἀγκίστρια ἔμειναν κρεμμασμένα πάνω στὸ τέλιτῶν ρούχων. Τὸ παιδὶ δὲν τὸ εἶδε αὐτό, καὶ σκύβοντας νὰ ἀλλάξη ἕνα σωλῆνα, κάτι νὰ κάμη ἐκεῖ σὲ ἕνα σωλῆνα, μπῆκε αὐτὸ τὸ ἀγκίστρι στὸ μάτι του μέσα, φοβερὸ πρᾶγμα, δηλαδή. Πιάστηκε καὶ ἔμεινε σὰν τὸ ψάρι κρεμασμένος πάνω στὸ σύρμα αὐτό. Ἔνοιωσε τὸ μάτι του νὰ βγαίνη ὅλο ἔξω. Ἔβαλε τὸ χέρι του ἐκεῖ, γέμισε αἵματα, ὑγρά καὶ λέει: «Παναγία μου!», καὶ ἄρχισε νὰ ζαλίζεται. Ἐκεῖ ποὺ ἄρχισε νὰ ζαλίζεται, βλέπει ἕνα Μοναχὸ μπροστά του μὲ ἕνα μάλλινο σκουφάκι. Τὸν κρατᾶ, τοῦ λέει: «Μὴ φοβᾶσαι, μὴ φοβᾶσαι, δὲν ἔχεις τίποτα. Κᾶνε  ὑπομονὴ καὶ τώρα βγᾶλτο μὲ δύναμη αὐτὸ καὶ πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο». «Δὲν μπορῶ»,  λέει, «θὰ πεθάνω». Τὸν πιάνει ὁ Γέροντας, τοῦ τὸ βγάζει τὸ σύρμα ἀπὸ τὸ μάτι καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ δὲν ἔχεις τίποτα». Αὐτὸς κρατοῦσε τὸ μάτι του, ποὺ θεωροῦσε πλέον ὅτι τὸ ἔσχισε  καὶ χάθηκε, γεμᾶτο αἵματα κ.τλ.. Ἔνοιωσε αὐτὸ τὸ σίδερο μέσα του, ἔνοιωσε αὐτὴ τὴν δύναμη ποὺ τὸ ἔβγαλε ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ μάτι. Μισοπεθαμμένος ἔβαλε τὶς φωνές. Μαζεύτηκε ὁ κόσμος, τὸν πῆγαν στὸ Νοσοκομεῖο καὶ πράγματι, διεπίστωσε ὁ Ὀφθαλμίατρος ὅτι δὲν ἔπαθε τίποτε, ἁπλῶς μιὰ μικρὴ γρατσουνιά.

Μετὰ ἀπὸ 5-6 μέρες πῆγε στὸ φοῦρνο νὰ ἀγοράση ψωμί. Τὴν ὥρα ποὺ πῆγε νὰ ἀγοράση ψωμί, ἡ κυρία ἐκεῖ διάβαζε ἕνα βιβλίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Τῆς λέει: «Παρακαλῶ, ἕνα ψωμί». «Ἀμέσως», λέει ἐκείνη, κλείνει τὸ βιβλίο καὶ πάει νὰ φέρη τὸ ψωμί. Κλείνοντας τὸ βιβλίο, εἶδε τὴν φωτογραφία τοῦ Γέροντα ἀπ᾿ ἔξω. Αὐτὸς ταράχτηκε. Τῆς λέει: «Συγνώμη, ποιός εἶναι αὐτός;». Τοῦ λέει: «Ὁ π. Παΐσιος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, αὐτὸς ὁ Ἅγιος ὁ σύγχρονος». Τῆς λέει: «Μά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἐγὼ τὸν εἶδα, μοῦ ἔκανε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα… Αὐτὸς εἶναι, ὁ ἴδιος,  ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ἐδῶ στὴν φωτογραφία».  Ἒ, βέβαια, τοῦ λέει ἐκείνη: «Κοίταξε, πήγαινε στὴ Λεμεσό, βρὲς τὸν πάτερ Ἀθανάσιο καὶ πές του το», ἐπειδὴ ἦταν γνωστή μου ἡ κυρία καὶ ἤξερε ὅτι γνώριζα τὸν Γέροντα.

 Τὸ ἔγραψε, βέβαια, ὁ ἴδιος, ὑπέυθυνα, τὸ διηγήθηκε καὶ στὴν κασέτα καὶ τό ᾿στειλε στὸ Μοναστήρι, ἐκεῖ ὅπου γίνεται καταγραφὴ τῶν πολλῶν θαυμάτων τοῦ Γέροντα μετὰ θάνατον. Πάρα πολλὰ θαύματα μετὰ θάνατον ἔχομε, ποὺ αὐτὰ πιστοποιοῦν τὴν ἁγιότητα του  καὶ ὅτι, ὄχι μόνο ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας Ἅγιος ἐν ζωῇ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατο του, ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦνται καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν, οὔτε τὸν ἄκουσαν, οὔτε τὸν εἶδαν καμμιὰ φορά. Καὶ τέτοια ἔχομε πάρα πολλά.

Τὰ δὲ δύο σημεῖα ποὺ ὁ π. Ἰωὴλ θελει νὰ σᾶς πῶ εἶναι ὅτι, ὁ π. Παΐσιος ὅπως ξέρετε, ἦταν καὶ μεγάλος πατριώτης καὶ ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὴν Ἑλλάδα καὶ πάρα πολὺ τὴν Ρωμηοσύνη καὶ δύο πράγματα ποὺ μποροῦσαν πράγματι νὰ τὸν στενοχωρέσουν ἦταν, πρῶτον, ἐὰν κάποιος τοῦ ἔθιγε τὴν πατρίδα. Ἂς ποῦμε, ἂν κάποιος  ἐρχόταν καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ξέρεις Γέροντα, κάποιος εἶπε ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι Σλαβική», τότε γινότανε «ἐκτὸς ἑαυτοῦ», νὰ τὸ πῶ ἔτσι,  ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, ἂν ἐπιτρέ­πεται νὰ ποῦμε αὐτὴ τὴν ἔκφραση. Στενοχωριόταν πάρα πολύ, πάρα πολύ στενοχωριόταν.

Ὁ Γέροντας στενοχωριόταν ὅταν παραποιοῦσαν τὰ λόγια του καὶ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄνομα του γιὰ ἰδιοτελεῖς σκοπούς. Ἐκεῖνος δέ, ἐπίσης, τὸ δεύτερο, ποὺ τὸν στενοχωροῦσε, ὄχι γιατὶ θιγόταν, ἀλλὰ γιατὶ ταλαιπωροῦνταν οἱ ἄνθρωποι, ἦταν ὅταν κάποιος χρησιμοποιοῦσε τὸ ὄνομα του καὶ ἔλεγε ὅτι: «Ὁ π. Παΐσιος εἶπε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα», ἐνῶ δὲν τὸ εἶχε πεῖ. Καὶ αὐτὸ μετὰ κυκλοφοροῦσε: «Εἶπε ὁ π. Παΐσιος ἀγορᾶστε τρόφιμα καὶ σκάψετε χαρακώματα καὶ τὸ καλοκαίρι θὰ γίνη πόλεμος» καὶ οἱ ἄνθρωποι ἄρχιζαν νὰ ἀγοράζουν τρόφιμα καὶ ἱστορίες καὶ τέτοια ᾿βγαῖναν καὶ βγαίνουν, κατὰ καιρούς, διάφορα. Ποὺ ὁ Γέροντας δὲν εἶπε ποτὲ ἡμερομηνίες καὶ πράγματα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τουλάχιστον ἐγὼ δὲν τὸν ἄκουσα καμμιὰ φορὰ νὰ λέη ἡμερομηνίες. Τὸ ὅτι ἔλεγε ὅτι: «Ἔρχονται δύσκολες μέρες. Πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ ἐπιφυλακή, σὲ μετάνοια», κ.τλ., σίγουρα τά ᾿λεγε. Ὅτι ἔλεγε ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι θὰ καταστραφοῦν καὶ ὅτι θὰ μᾶς δώσουν τὴν Κων/πολη», αὐτὰ τὰ ἔλεγε. Ἀλλὰ δὲν ἔλεγε: «Τόσα χρόνια, τὴν τάδε ἡμερομηνία», κ.τλ. Ὅταν, λοιπόν, ἄκουγε ὅτι τοῦ ἔβαζαν λόγια στὸ δικό του στόμα καὶ μετὰ αὐτὰ ἔβγαιναν πρὸς τὰ ἔξω καὶ χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τὸν καθένα μὲ ἕνα τρόπο ποὺ δὲν ἦταν ὀρθὸς καὶ δὲν ἐκπροσωποῦσε σωστὰ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ Γέροντας  πίστευε, αὐτὰ πράγματι τὸν στενοχωροῦσαν πάρα πολύ, γι᾿ αὐτὸ κι ἐγώ, ἐπειδὴ ἔτυχα μερικὲς φορὲς ποὺ τὸν εἶδα νὰ κάμνη «ξεσκονίσματα», ὅπως τά ᾿λεγε: «Τοῦ ἔκανα ἕνα γερὸ ξεσκόνισμα». Λοιπόν, ἔτυχα σὲ ξεσκο­νίσματα διάφορα, φοβόμουν μήπως ἔρθει ἡ σειρά μου καὶ πρόσεχα πάρα πολὺ νὰ μὴ πῶ ποτέ μου ἕνα λόγο περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶπε. Γιατὶ ἐγνώριζα τὴν εὐαισθησία του καὶ τὴν προσοχή του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ φοβᾶμαι ποὺ μιλῶ γι᾿ αὐτὸν, γιατὶ μπορεῖ μέν νὰ ἔχη κοιμηθῆ, ἀλλὰ εἶναι ὁλοζώντανος καὶ  τὸ ξεσκόνισμα μπορεῖ νὰ τὸ κάμη καὶ τώρα, δὲν τὸν ἐμποδίζει τίποτα.

Αὐτά, νομίζω, π. Ἰωὴλ καὶ συγνώμην γιὰ τὴν…

Συντονιστὴς τοῦ Συνεδρίου: Εὐχαριστοῦμε…