Ηττημένος ή Νικητής;
Ενάτη ώρα Παρασκευής. Ο εσταυρωμένος Χριστός βγάζει φωνή μεγάλη: «Τετέλεσται» λέει, κλίνει την κεφαλή και παραδίδει το πνεύμα. Την ίδια ώρα, οι Ιουδαίοι, σύμφωνα με το νόμο που τους καθιερώθηκε ως έθιμο 1043 χρόνια πριν, σφάζουν τον πασχαλινό αμνό.
Η γη σείεται, το παραπέτασμα του ναού σκίζεται στη μέση. Ένας στρατιώτης, λογχίζει την πλευρά Του. Το αίμα και το νερό που εξέρχονται από αυτήν επιβεβαιώνουν το θάνατό Του. Έκτοτε, αίμα και νερό συγκροτούν την Εκκλησία. Το «ύδωρ» του Βαπτίσματος φέρνει την αναγέννηση, το «αίμα» του Χριστού δια της Θείας Ευχαριστίας, την πνευματική τροφή (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
Η δύση του ηλίου πλησιάζει. Δύο κρυφοί μαθητές, ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος αποκαθηλώνουν έγκαιρα το πανάγιο σώμα Του από το Σταυρό. Το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνήμα σκαλισμένο σε βράχο. Στο στόμιο του μνήματος κυλούν μεγάλο λίθο. Ταχέως πλησιάζει και η δύση της δικής μας ζωής στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο. Χρέος μας η διαρκής μνήμη Θεού. Να σκαλίζουμε την ψυχή μας από την πέτρα που είναι ο Χριστός και να την κάνουμε μνήμα προς φύλαξη του σώματός Του που λαμβάνουμε μέσω της Θείας Κοινωνίας (Ιερός Θεοφύλακτος).
Σάββατο πρωί. Με συγκατάθεση του Πιλάτου, οι αρχιερείς και φαρισαίοι επιθεωρούν τον τάφο, σφραγίζουν την είσοδό του και τοποθετούν επιλεγμένους στρατιώτες να τον φρουρούν.
Βαθιά χαράματα Κυριακής, μυροφόρες γυναίκες πηγαίνουν στο μνημείο, για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Βρίσκουν το λίθο που έκλεινε την είσοδο του μετακινημένο μετά από σεισμό και τους φρουρούς παραλυμένους από φόβο. Άγγελος Κυρίου τις πληροφορεί ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος αναστήθηκε. Σύντομα, ο ίδιος ο Κύριος εμφανίζεται σε αυτές και τις στέλνει να αναγγείλουν τη χαρμόσυνη είδηση στους Αποστόλους. Γυναίκα ήταν η Εύα που έφερε τότε το μήνυμα της πτώσεως του Αδάμ, γυναίκα είναι τώρα αυτή που φέρνει το μήνυμα της αναστάσεως. Η φύση της γυναίκας αποκαθίσταται και κανείς δεν μπορεί πλέον να την ενοχοποιήσει για την παράβαση και την πτώση.
Απόγευμα Κυριακής, ο Αναστάς Χριστός εμφανίζεται σε δύο από τους εβδομήκοντα μαθητές Του, το Λουκά και τον Κλεόπα. Βαδίζει μαζί τους από την Ιερουσαλήμ προς τους Εμμαούς και τους εξηγά πως «σύμφωνα με αυτά που έχουν γράψει οι Προφήτες συνέβησαν τα πάθη του Κυρίου και έτσι εισήλθε στη δόξα δια της Αναστάσεώς Του». Τον αναγνωρίζουν μόνο όταν κάθονται για φαγητό, από το κόψιμο του άρτου. Την ίδια στιγμή ο Κύριος γίνεται άφαντος. Αμέσως επιστρέφουν και οι δύο τους στα Ιεροσόλυμα, βρίσκουν συναθροισμένους τους έντεκα μαθητές καθώς και άλλους που ήταν μαζί τους και μαθαίνουν ότι πράγματι αναστήθηκε ο Κύριος και ήδη εμφανίστηκε στον Πέτρο.
Κυριακή βράδυ, ο όμιλος των μαθητών με εξαίρεση το Θωμά, βρίσκονται στο υπερώο με τις πόρτες κλειστές «δια τον φόβο των Ιουδαίων». Ο Χριστός εμφανίζεται ανάμεσά τους. Τους χαιρετά με τη φράση «ειρήνη υμίν» και τους δείχνει τα χέρια Του με τους τύπους των ήλων, καθώς και τη λογχισμένη πλευρά Του. Τους ζητά φαγητό και τρώει μπροστά τους ψητό ψάρι και μέλι από κηρήθρα αποδεικνύοντάς τους ότι δεν βλέπουν φάντασμα αλλά πνευματικό και μεταμορφωμένο σώμα. Τους δίνει το χάρισμα να συγχωρούν αμαρτίες διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος και τους στέλνει να μεταφέρουν στους ανθρώπους τη σωτηρία. Αργότερα, όταν ο Θωμάς μαθαίνει τα γεγονότα εκδηλώνει δισταγμό και δυσπιστία.
Οκτώ μέρες μετά, την επομένη Κυριακή, ο Χριστός εμφανίζεται ξανά στη σύναξη των μαθητών. Ο Θωμάς, ωριμότερος πνευματικά μετά από κατήχηση που δέχθηκε τις μέρες που προηγήθηκαν από τους άλλους μαθητές, αξιώνεται κι ο ίδιος αυτής της εμφάνισης. Στην προτροπή του Κυρίου να ψηλαφίσει και να εντοπίσει τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, ο Θωμάς, μετανιωμένος για τη δυσπιστία του και βέβαιος πλέον για τις δύο φύσεις του Χριστού και την μία υπόσταση, ομολογεί «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Το «Κύριος» δηλώνει την ανθρώπινη φύση, το «Θεός» τη θεία φύση, και τα δύο αυτά είναι ενωμένα στον Αναστάντα Χριστό (ιερός Θεοφύλακτος).
Στις μέρες που ακολουθούν μέχρι την Ανάληψή Του, ο Χριστός εμφανίζεται ξανά σε επτά μαθητές Του που ψαρεύουν στη λίμνη της Τιβεριάδος. Χωρίς να Τον έχουν αναγνωρίσει, ακολουθούν την προτροπή Του και ρίχνουν τα δίχτυά τους στη δεξιά πλευρά. Τα δίχτυα γεμίζουν αμέσως σε σημείο που να μην μπορούν να τα σηκώσουν, εντούτοις δεν σχίζονται, ούτε το πλοίο τους αρχίζει να βουλιάζει όπως είχε συμβεί σε ανάλογη περίπτωση τρία χρόνια προηγουμένως, όταν ο Χριστός πρωτοκάλεσε κάποιους από αυτούς να Τον ακολουθήσουν. Οι τότε αλιείς ψαριών έχουν πια γίνει άξιοι αλιείς ανθρώπων και το δίχτυ τους, δηλαδή το Ευαγγέλιο και ο χριστιανικός τρόπος ζωής, δεν πρόκειται να ξανασπάσει, αλλά θα βαστάζει όλους όσους έρχονται στην Εκκλησία. Ο Ιωάννης, ετοιμότατος στη θεωρία, είναι ο πρώτος που αναγνωρίζει τον Κύριο. Το ανακοινώνει στον Πέτρο, και αυτός θερμότατος και ετοιμότατος προς την πράξη πέφτει στη θάλασσα, για να φθάσει πιο γρήγορα κοντά Του. Όταν όλοι οι μαθητές βγαίνουν στην ξηρά, ο Χριστός τους καλεί να γευματίσουν και κανείς δεν τολμά να ρωτήσει: «Εσύ ποιος είσαι;» διότι όλοι ξέρουν πως είναι ο Κύριος. Ο Χριστός τους προσφέρει ο Ίδιος φαγητό, δηλώνοντας ότι Αυτός θα είναι ο χορηγός και διανομέας της μελλούσης απολαύσεως, που θα πραγματοποιηθεί μετά από το ψάρεμα της αποστολικής σαγήνης, μετά το κήρυγμα και τη συναγωγή όλων στην αληθινή θεοσέβεια.
Την ίδια περίοδο, συμμορφούμενοι με την υπόδειξη που τους είχε δώσει πριν το πάθος Του, οι ένδεκα μαθητές πηγαίνουν στη Γαλιλαία. Εκεί, συναντούν τον Αναστάντα Χριστό και Τον προσκυνούν. Κάποιοι ανάμεσά τους αμφιβάλλουν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. Ο Κύριος δίνει θάρρος σε όλους λέγοντάς τους ότι έχει κάθε εξουσία στον ουρανό και τη γη, ώστε να πιστέψουν όσοι δίστασαν και να ενισχυθούν οι υπόλοιποι. Τους αναθέτει να κηρύξουν σε όλα τα έθνη την αλήθεια, να διδάσκουν στους ανθρώπους την τήρηση όλων όσων δόθηκαν στους μαθητές ως εντολές, και να βαπτίζουν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος όλους όσοι θα πιστέψουν.
Σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή Του, ο Κύριος συναντά πλήθος των μαθητών Του στην Ιερουσαλήμ και αφού τους οδηγά έξω από την πόλη μέχρι τη Βηθανία, σηκώνει τα χέρια Του και τους ευλογεί. Ευλογώντάς τους χωρίζεται απ’ αυτούς και φέρεται προς τα πάνω, στον ουρανό, μέχρι που Τον χάνουν από τα μάτια τους. Η θεία ιδιότητά Του επιβεβαιώνεται σε όλους τους παρισταμένους κι από την ώρα αυτή οι μαθητές αρχίζουν ουσιαστικά τον ευαγγελισμό της Οικουμένης.
Την ενάτη εκείνη ώρα της Παρασκευής που οι Ιουδαίοι έσφαζαν τον πασχαλινό αμνό εις ανάμνηση της σωτηρίας τους σαν πέρασμα από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων στην ελευθερία, ο «αμνός του Θεού» παρέδιδε εκουσίως το πνεύμα, γινόταν ο ίδιος το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή και νικηφόρα κραύγαζε «Τετέλεσται»! Ενώ ο πρώτος θάνατος, του Αδάμ, είχε καταδικάσει κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ο θάνατος του νέου Αδάμ, του Χριστού, ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. Ο θάνατος του Χριστού φυλακίζει το ληστή διάβολο και το δεσμοφύλακα θάνατο και μεταφέρει όλα τα πλούτη, δηλαδή το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία. «Τετέλεσται»! Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε η νίκη της αγάπης πάνω στο μίσος!
Πηγή: Περιοδικό Καθοδόν αρ.36