Ταξικές Διακρίσεις και η θέση της Εκκλησίας

Written on 09/14/2014

Ταξικές Διακρίσεις και η θέση της Εκκλησίας

 

Το ζήτημα των διακρίσεων στη σύγχρονη κοινωνία μας είναι ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα, που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε πολιτικός, κοινωνικός, οικονομικός, οικογενειακός και θρησκευτικός θεσμός. Είναι ένα φαινόμενο που οφείλει την ύπαρξή του στο ρατσισμό∙ μία κοινωνική μάστιγα που διασαλεύει την ειρήνη και την αγάπη μιας κοινωνίας. Μία μορφή διάκρισης και διαχωρισμού των ανθρώπων με βάση το φύλο, το χρώμα, την καταγωγή, τη θρησκεία, την οικονομική κατάσταση, τη δύναμη ή την πολιτική του τοποθέτηση.

Ο υποτιμητικός και περιφρονητικός τρόπος αντιμετώπισης της διαφορετικότητας των ανθρώπων είναι γνωστός από παλιά. Οι κοινωνίες πάντα συμπεριφέρονταν μειωτικά στους φτωχούς, στις γυναίκες, στους ανθρώπους τους άρρωστους, ακόμα και στους ξένους. Ας μην ξεχνάμε τον Καιάδα των Σπαρτιατών και ότι ακόμα και στην αρχαία Ελλάδα της Δημοκρατίας ήταν ισχυρή η ιδεολογία του «πας μη Έλλην βάρβαρος». Υπενθυμίζουμε επίσης τις φυλετικές διακρίσεις κατά των μαύρων και τη θεωρία της αρίας φυλής του γερμανικού ναζισμού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η προκατάληψη λοιπόν για το διαφορετικό άνθρωπο έχει τις ρίζες της στο πολύ μακρινό παρελθόν. Από τότε υπήρχαν οι κοινωνικά αδύνατες ομάδες με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη φτώχια, την υποτίμηση και τη στέρηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η ετερότητα δηλ. το να είναι κάποιος διαφορετικός από τους άλλους τον ωθεί στο να γίνεται θύμα του κοινωνικού αποκλεισμού, επειδή και μόνο ότι ανήκει σε μία ομάδα με διαφορετικά χαρακτηριστικά  φυλετικά, κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά ή επειδή πάσχει από οργανική, πνευματική ή ψυχική ασθένεια.

Χιλιάδες άνθρωποι στις μέρες μας υποφέρουν εξαιτίας του αδικαιολόγητου στιγματισμού και καταλήγουν να επιβιώνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Δοκιμάζονται σκληρά, συναντούν συνεχώς εμπόδια στην άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων τους, όπως είναι η ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση μέσα στην κοινωνία που ζουν. Η παραβίαση των ατομικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων τους είναι γι’ αυτούς μία διαρκής τραυματική εμπειρία.

Οι φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις χρησιμεύουν ως άλλοθι για την οικονομική εκμετάλλευση διάφορων κοινωνικών ομάδων, που προέρχονται κατά κυριότερο λόγο από τριτοκοσμικές χώρες, όπου οι ανάγκες είναι μεγάλες και οι οικονομικά ισχυρές χώρες τις εκμεταλλεύονται. Μ’ αυτό τον τρόπο τα άτομα που ανήκουν σε ανίσχυρες χώρες προσφέρουν την εργασία τους έναντι ευτελών χρηματικών ποσών, κάτω από αντίξοες συνθήκες, με συνεχή ωράριο, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα μόρφωσης.

  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη σύγχρονη κοινωνία προσδοκία των ανθρώπων είναι η μεγαλύτερη χρηματική απολαβή για καλύτερη ζωή, απόκτηση υλικών αγαθών και ο εύκολος πλουτισμός. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη διάκριση ανθρώπων σε φτωχούς και πλούσιους. Οι φτωχοί γίνονται πολλές φορές θύματα της πλεονεξίας των εύπορων τάξεων, αντικείμενα εκμετάλλευσης και υποβαθμίζονται κοινωνικά.

Το ίδιο συμβαίνει και χειρότερα με τους αλλοδαπούς χαμηλόμισθους μετανάστες, οι οποίοι αντιμετωπίζονται με καχυποψία και με το πρόσχημα της ξενοφοβίας περιθωριοποιούνται από το κοινωνικό σύνολο. Σε πολλές περιπτώσεις τα σχολεία αποτελούν χώρο διακρίσεων εις βάρος των αλλοδαπών μαθητών, που γίνονται τόσο από τους υπόλοιπους μαθητές όσο κι από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και γονείς.

Έπειτα παρατηρείται το γεγονός ότι, αν και οι γυναίκες έχουν αυξημένες ικανότητες και τις ίδιες δυνατότητες με τους άνδρες, στην πραγματικότητα το «ισχυρό φύλο» έχει κατακρατήσει τον έλεγχο της οικονομικής και πολιτικής ζωής. Ελάχιστες είναι παρούσες στην κορυφή της ιεραρχίας της επαγγελματικής εργασίας, του πλούτου, της πολιτικής ζωής. Ας μην ξεχνάμε βέβαια τη βία κατά των γυναικών και την εκμετάλλευσή τους για εύκολο και παράνομο χρήμα.

Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Γι’ αυτό και η εκκλησία μας δεν διστάζει να εκφράζει τις θέσεις της για την εξάλειψη των διακρίσεων και την αρμονική συμβίωση όλων των ανθρώπων σε μια κοινωνία. Η χριστιανική εκκλησία καταδίκασε κάθε μορφή ρατσισμού και δίδαξε τους ανθρώπους να ζουν ελεύθερα και ισότιμα με αγάπη.

Η Παλαιά Διαθήκη παραθέτει πρώτα τη διήγηση για τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας και μετά το διαχωρισμό των φυλών και των γλωσσών εξαιτίας της αμαρτίας. Ολόκληρη η ανθρωπότητα προήλθε από το ανθρώπινο ζεύγος, που δημιούργησε ο Θεός, συνεπώς όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, γλώσσας ή μόρφωσης έχουν κοινή καταγωγή, κοινό σκοπό το «καθ’ ομοίωσιν» (δηλ. τη θέωση), άρα δεν υπάρχει καμιά διάκριση μεταξύ τους. Είναι όλοι ίσοι. Αυτό τόνισε παραστατικά ο Απ. Παύλος στον Άρειο Πάγο των Αθηνών λέγοντας ότι: «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ...εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων» (Πράξ. 17: 24,26).

Η ισότητα στο χριστιανισμό διακηρύσσεται με τρόπο σαφή και στο δόγμα της ενανθρώπησης του Χριστού. Ο Χριστός, ο αληθινός Θεός ενώθηκε με την άχραντη γαστέρα της Θεοτόκου, με την κοινή σε όλους ανθρώπινη φύση. Από την ώρα του Ευαγγελισμού άρχισε να προσλαμβάνεται από το Λόγο του Θεού η ανθρώπινη φύση, που είναι κοινή σε λευκούς, κίτρινους και μαύρους, άνδρες και γυναίκες. Έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν μόνο κοινή καταγωγή με τον Αδάμ, αλλά έχουν κοινή και τη σωτηρία από το Χριστό. Δηλ. η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και η εν Χριστώ σωτηρία ανυψώνει το ανθρώπινο γένος. Αυτό επιβεβαιώνεται σαφέστερα στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας. Στην ορθόδοξη χριστιανική λατρεία όλοι ανεξάρτητα από κοινωνικά αξιώματα, τάξεις, φυλές, εθνικότητες, βρίσκονται μπροστά στο Θεό ίσοι και ενώπιόν Του ο καθένας έχει την ίδια αξία.

Η διακήρυξη αυτή έδειξε τη νέα πορεία της ανθρωπότητας προς την εν Χριστώ τελειότητα, προς την αγάπη, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Έτσι απορρίπτεται ο εγωκεντρισμός και ο επάρατος φυλετισμός και στη θέση του τοποθετείται η εν αγάπη σχέση αλληλοσεβασμού και αλληλοεκτίμησης του ενός ανθρώπου προς τον άλλον.

Ο χριστιανισμός εφάρμοσε ήδη από τον πρώτο αιώνα τις αρχές αυτές με αποτέλεσμα την ανατροπή των κοινωνικών θεσμών. Κατάργησε το διαχωρισμό των χριστιανών σε δούλους και ελεύθερους, πλούσιους και φτωχούς. Εγκαθίδρυσε στην πράξη την ισότητα των ανδρών και γυναικών κι έκανε προσιτές σε όλους τους ανθρώπους στις χριστιανικές χώρες, τις εκκλησιαστικές και κοινωνικές  θέσεις. Επίσκοποι γίνονται και μαύροι και κίτρινοι και λευκοί.

Ισότητα όμως δεν σημαίνει την ισοπέδωση του χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Οι άνθρωποι είναι ίσοι αλλά όχι ίδιοι. Ο κάθε άνθρωπος παίρνει από το Θεό διαφορετικά χαρίσματα και διαμορφώνει διαφορετικό τρόπο σκέψης, έχει διαφορετικές πνευματικές και ψυχικές δυνατότητες, διαφορετικές ικανότητες, διαφορετική υπόσταση. Για παράδειγμα ο στρατός δεν λειτουργεί μόνο με στρατιώτες, αλλά απαραίτητη είναι και η παρουσία των αξιωματικών και αρχιστράτηγων, για να διατηρούνται οι ισορροπίες. Ισότητα σημαίνει να είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο Θεό, στους νόμους και να έχουμε ίσα δικαιώματα.

Η διδασκαλία της εκκλησίας δεν συμφωνεί με την ανισότητα, που δημιουργείται καθημερινά στον πλούτο και στη φτώχια. Ο Μ. Βασίλειος επικρίνει τη φιλοχρηματία των πλουσίων και καυτηριάζει εκείνους, που αδιαφορούν για τη δυστυχία των άλλων. Ο Απ. Παύλος λέγει: «το υμών περίσσευμα εις το εκείνων υστέρημα, ίνα γένηται ισότης». Το μήνυμα της ανάγκης επίδειξης ευσπλαχνίας και συμπάθειας προς στους φτωχούς το δίνουν και οι παραβολές του Χριστού (π.χ. παραβολή πλουσίου και Λαζάρου), όπως επίσης το συναντούμε και στα ίδια τα λόγια του Χριστού: «οράτε μη καταφρονήσετε ενός τούτων των ελαχίστων. Λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών δια παντός βλέπουσι το πρόσωπο του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (έχουν δηλ. και οι πιο φτωχοί και καταφρονημένοι φύλακα άγγελο, ο οποίος βλέπει το πρόσωπο του Θεού). Δεν υπάρχει ούτε εκεί κάποιος αποκλεισμός λόγω φτώχιας.

Ο Θεός δεν είναι προσωπολάτρης. Δεν επιλέγει να αγαπά κάποιους ανθρώπους αλλά σταυρώθηκε με ανοικτές τις παλάμες, για να αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και να τους χαρίζει την αγάπη Του. Δίνοντας τα χαρακτηριστικά της τέλειας αγάπης είπε πως αυτή πρέπει να επεκτείνεται προς όλους: «φίλους και εχθρούς, γνωστούς και άγνωστους, ομοεθνείς και αλλοεθνείς και χωρίς ανταπόδοση». «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν».

Αποτελούμε όλοι το σώμα του Χριστού. Από την ισότητα των ανθρώπων αναγόμαστε σε υπηρεσία προς το Θεό. Η αναγνώριση ότι με τους άλλους είμαστε ίσοι, καταργεί τον εγωισμό. Ένας άνθρωπος λοιπόν προσηλωμένος στη χριστιανική αξία της ισότητας όλων των ανθρώπων είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να υπηρετήσει κι άλλες αξίες όπως δικαιοσύνη, ελευθερία, ειρήνη, αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια, σωφροσύνη και τόσες άλλες που είναι βασικές προϋποθέσεις μιας υγειούς κοινωνικής ζωής.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα θαυμαστά τροπάρια που έγραψε για την ακολουθία της κηδείας λέει ότι η ισότητα των ανθρώπων φαίνεται στο θάνατο. «Εκεί δεν παραμένει πλούτος, δεν συνοδεύει η δόξα». «Πλούσιος ή πένης» έχουν το ίδιο τέλος.

Η εκκλησία ποτέ δεν διέκρινε, ούτε ξεχώρισε τους ανθρώπους της γης σε μέλη πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Έδωσε και δίνει την αληθινή πίστη σε όλους ανεξαρτήτως. Η εκκλησία είχε και έχει οικουμενικό χαρακτήρα. Βαπτίζει και αγκαλιάζει όλους. Η φιλανθρωπία της απλώθηκε και απλώνεται παντού. Είναι σημαντικό ότι όλοι κοινωνούμε από το ίδιο Άγιο Ποτήριο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Δεν μπορούμε να προσφωνούμε το Θεό Πατέρα μας, αν η καρδιά μας δεν πλημμυρίζει από αγάπη για τους αδελφούς μας. Η εκκλησία συνεχίζει να δραστηριοποιείται στη σημερινή κοινωνία προσπαθώντας να δώσει το μήνυμα της ισότητας, της αγάπης και να καταργήσει τις αδικίες, μέσω της αλληλεγγύης, της ελεημοσύνης και προσφοράς της για τον άνθρωπο. Ας εφαρμόσουμε λοιπόν, όσα διακηρύσσει η εκκλησία μας, έχοντας πάντα υπόψη την κοινή μας καταγωγή και την κοινή σωτηρία όλων στο όνομα του Τριαδικού Θεού.

 

Πηγή: Περιοδικό Καθοδόν αρ.29