07 Ιανουαρίου - Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Written on 10/20/2014
Iera Mitropolis Lemesou

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

7 Ιανουαρίου

Άγιοι που εορτάζουν: Αγιος Ιωαννης Προδρομος Και Βαπτιστης (συναξη).

Ἐμὴ σε γλῶσσα Κήρυξ πῶς ἂν αἰνέσῃ, Ὃν γλῶσσα Χριστοῦ γηγενῶν μείζω λέγει; Μνήμη ἐβδομάτη Προδρόμου λάχεν αἰδοίοιο.

Βιογραφία

Την επομένη ημέρα των Θεοφανίων καθιερώθηκε να εορτάζουμε, την μνήμη του πανίερου προφήτη Ιωάννη Προδρόμου. Ο Ιωάννης ήταν γιος του ιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια, ζει ασκητική ζωή στην έρημο της Ιουδαίας, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην προσευχή, την μελέτη και την πνευματική και ηθική τελειοποίηση.

Το ρούχο του ήταν από τρίχες καμήλας, στην μέση του είχε δερμάτινη ζώνη και την τροφή του αποτελούσαν ακρίδες (έχουν δύο σημασίες είτε τα έντομα ακρίδες είτε μαλακές άκρες των φυτών) και άγριο μέλι. Με μορφή ηλιοκαμένη, σοβαρός, αξιοπρεπής και δυναμικός, ο Ιωάννης φανέρωνε αμέσως φυσιογνωμία έκτακτη και υπέροχη. Είχε όλα τα προσόντα μεγάλου και επιβλητικού κήρυκα του θείου λόγου. Έτσι, με μεγάλη χάρη, κήρυττε «τα πλήθη». Κατακεραύνωνε και χτυπούσε σκληρά την φαρισαϊκή αλαζονική έπαρση, που κάτω από το εξωτερικό ένδυμα της ψευτοαγιότητας έκρυβε τις πιο αηδιαστικές πληγές ψυχικής σκληρότητας και ακαθαρσίας. Γενικά, η διδασκαλία του συνοψίζεται στην χαρακτηριστική φράση του: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών», προετοιμάζοντας, έτσι, τον δρόμο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για το σωτήριο έργο Του. Όταν ο Χριστός άρχισε την δημόσια δράση του, ο κόσμος άφηνε σιγά-σιγά τον Ιωάννη και ακολουθούσε Αυτόν. Η αντιστροφή αύτη, βέβαια, θα προκαλούσε μεγάλη πίκρα και θα γεννούσε αγκάθια ζήλειας και φθόνου σ' έναν, εκτός χριστιανικού πνεύματος, διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Αντίθετα, στον Ιωάννη προκάλεσε μεγάλη χαρά και ευφροσύνη. Η γιορτή αυτή του Ιωάννου του Προδρόμου, για τον όποιο ο Κύριος είπε ότι κανείς άνθρωπος δεν στάθηκε μεγαλύτερος του, καθιερώθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της τιμίας Χειρός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς πήγε στην πόλη Σεβαστή, όπου τάφηκε ο Πρόδρομος, παρέλαβε από τον τάφο του το δεξί του χέρι, το μετέφερε στην Αντιόχεια, όπου χάριτι Θεού επιτελούσε πολλά θαύματα. Από την Αντιόχεια, το Ιερό χέρι, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 957 μ.Χ., από τον διάκονο Ιώβ. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού την ασπάστηκε με πολύ σεβασμό, την τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα. Η σύναξη των πιστών, σε ανάμνηση του γεγονότος της μετακομιδής της τιμίας Χείρας του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στην περιοχή του Φορακίου (ή Σφωρακίου).

Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το Θαύμα του Προδρόμου στη Χίο κατά των Αγαρηνών.

 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποτελεί ορόσημο και ταυτόχρονα γέφυρα μεταξύ της Παλαιός και της Καινής Διαθήκης. Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανάγγειλε την έλευση του Ιησού Χριστού. Υπήρξε δε ο μόνος από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει τον Χριστό, αφού έζησε στα χρόνια Του.

 

Πατέρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν ο Ιερέας Ζαχαρίας και μητέρα του η ενάρετη Ελισάβετ. Η μητέρα του ήταν στείρα και για τον λόγο αυτό το ζευγάρι ήταν άτεκνο.

Τόσο ο Ζαχαρίας όσο και η Ελισάβετ ήταν σε μεγάλη ηλικία όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στον Ζαχαρία ότι θα αποκτήσει με την Ελισάβετ ένα αγοράκι, το οποίο θα πρέπει να το βαπτίσει Ιωάννη. Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε στα λόγια του Γαβριήλ και γι’ αυτό τιμωρήθηκε να μείνει μουγκός έως την ημέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο η Ελισάβετ. Και έτσι έγινε. Γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και οκτώ ημέρες μετά την γέννηση του όταν ζητήθηκε από τον πατέρα να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μια πινακίδα «Ιωάννης» και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.

Ο Άγιος από μικρή ηλικία αποσύρθηκε στην έρημο όπου ζούσε ασκητικά. Τρεφόταν σαν πουλί με ακρίδες και μέλι. Έχοντας περάσει έτσι, το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του, εγκαταλείπει την έρημο και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για την έλευση του Σωτήρα και συγχρόνως βαπτίζει πολλούς από αυτούς που έρχονται να τον ακούσουν.

Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός ζητώντας του να Τον βαπτίσει. Ο Άγιος αναγνωρίζοντας ποιόν έχει απέναντι του, αρνείται να τον βαφτίσει λέγοντας ότι δεν είναι άξιος ούτε τα λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς του λέει ότι έτσι πρέπει να γίνει και τότε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτισε τον Ιησού Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Αν και ο ίδιος ο Άγιος θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο, ο Χριστός μιλώντας γι’ αυτόν αναφέρει ότι δεν γεννήθηκε άνθρωπος μεγαλύτερος από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Μετά την βάπτιση αλλά και τον καιρό που ακολούθησε ο Άγιος Ιωάννης «δείχνει» τον Ιησού Χριστό λέγοντας σε όσους τον ακούν ότι, Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Παράλληλα συνεχίζει να εκφράζει την αντίθεση του στις πράξεις του ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα. Ο Ηρώδης Αντύπας ήταν γιος του Ηρώδη του Μεγάλου που διέταξε την σφαγή των βρεφών κατά την γέννηση του Ιησού Χριστού. Μεταξύ των πράξεων του Ηρώδη Αντύπα, που κατάγγειλε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ήταν και η μοιχεία που διέπραξε έχοντας σχέση με την γυναίκα του αδερφού του την Ηρωδιάδα. Η Ηρωδιάδα ήταν που παρακίνησε τον Ηρώδη να φυλακίσει τον Άγιο. Βρίσκοντας μάλιστα πρόσφορο έδαφος κατά την διάρκεια μια εορτής καταφέρνει να «ανταλλάξει» τον αποκεφαλισμό του Αγίου με ένα χορό της κόρης της Σαλώμης. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε τραγικό θάνατο και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.

Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε από τους μαθητές του. Η δε κεφαλή του, μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στην Μαχαιρούντα. Εκεί βρέθηκε από δύο μοναχούς στους οποίους είχε εμφανιστεί σε όνειρο, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Η Τίμια Κεφαλή του Αγίου χάθηκε μετά τον θάνατο των μοναχών και βρέθηκε πάλι στην Μαχαιρούντα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ουαλεντινιανός. Η Κεφαλή όμως με το πέρασμα των χρόνων ξαναχάθηκε και τελικά βρέθηκε για τρίτη φορά στην πόλη Κόμανα της Καππαδοκίας από έναν ιερέα. Από εκεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομα του μετά από την Παναγία στις προσευχές και στις δεήσεις. Στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο είναι αφιερωμένες έξι ημέρες του χρόνου:

Στις 7 Ιανουαρίου είναι η εορτή προς τιμήν του.

Στις 24 Φεβρουάριου εορτάζουμε την 1η και 2η εύρεση της Τίμιας Κεφαλής του. Στις 25 Μαίου εορτάζουμε την 3η εύρεση της Τίμιας Κεφαλής του.

Στις 24 Ιουνίου εορτάζεται η γέννηση του.

Στις 29 Αυγούστου τιμούμε την αποτομή της Τίμιας Κεφαλής του.

Στις 23 Σεπτεμβρίου εορτάζεται η σύλληψή του.

 

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Αληθινά λέγει το τροπάρι του «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Kυρίου, Πρόδρομε». Με εγκώμια και με ευλάβεια γιορτάζανε άλλη φορά οι ορθόδοξοι χριστιανοί τον Πρόδρομο, αλλά τώρα του φτάνει η μαρτυρία του Κυρίου.

Αυτή η μαρτυρία θ’ απομείνει στον αιώνα, είτε τον γιορτάζουνε είτε δεν τον γιορτάζουνε οι άνθρωποι, είτε τον θυμούνται είτε τον ξεχάσουνε. Κι’ η μαρτυρία είναι τούτη: πως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος είναι «ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων» δηλ. «ο πιο μεγάλος απ’ όσους γεννηθήκανε από γυναίκα» κατά τα λόγια του ίδιου του Χριστού. Γι’ αυτό κι’ η Eκκλησία μας ώρισε να μπαίνει το εικόνισμά του πλάγι στην εικόνα του Χριστού, στο εικονοστάσιο της κάθε ορθόδοξης εκκλησιάς.

Ο ιερός Λουκάς αρχίζει το Ευαγγέλιό του με την ιστορία του Προδρόμου και λέγει «Εγένετο εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαίας, ιερεύς τις ονόματι Ζαχαρίας εξ εφημερίας Αβιά»: «Στις μέρες του Ηρώδη του βασιλιά της Ιουδαίας ο Ζαχαρίας από την εφημερία του Αβιά, κ’ η γυναίκα του ήτανε από τις θυγατέρες του Ααρών, και την λέγανε Ελισάβετ κ’ ήτανε δίκαιοι κ’ οι δυο ενώπιον του Θεού, γιατί πορευόντανε με όλες τις εντολές και με τα δικαιώματα του Κυρίου, αψεγάδιαστοι. Και δεν είχανε παιδί, γιατί η Ελισάβετ ήτανε στείρα, κ’ ήτανε κ’ οι δυο περασμένοι στην ηλικία.

Και φανερώθηκε στον Ζαχαρία ένας άγγελος Κυρίου και στεκότανε δεξιά από το θυσιαστήριο. Και ταράχθηκε ο Ζαχαρίας σαν τον είδε, κ’ έπεσε φόβος απάνω του. Και του είπε ο Άγγελος: Μην φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί ακούσθηκε η δέησή σου, κ’ η γυναίκα σου θα γεννήσει γυιό και θα βγάλεις τ’ όνομά του Ιωάννη, και θά ‘ναι για σένα χαρά κι’ αγαλλίαση, και πολλοί θα χαρούνε για την γέννησή του, γιατί θά ‘ναι μέγας ενώπιον του Κυρίου.

Να μην πιει κρασί κι’ άλλα πιοτά, και θα είναι γεμάτος από άγιο Πνεύμα από την κοιλιά της μητέρας του, και θα γυρίσει πολλούς από τους γυιούς του Ισραήλ στην πίστη του Θεού τους. Κι’ αυτός θα έλθει μπροστά απ’ αυτόν με το πνεύμα και με την δύναμη του Ηλία, για να γυρίσει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά τους, κι’ ανθρώπους ανυπάκουους στην φρονιμάδα, και για να ετοιμάσει για τον Κύριο λαό διαλεγμένον. Κ’ είπε ο Ζαχαρίας στον άγγελο: Από τι θα καταλάβω πως θα γίνουνε αυτά που λες; γιατί εγώ είμαι γέρος κ’ η γυναίκα μου περασμένη. Και του αποκρίθηκε ο Άγγελος και του είπε: Εγώ είμαι ο Γαβριήλ που παραστέκουμαι μπροστά στον Θεό, και στάλθηκα να σου μιλήσω και να σου φέρω την καλή είδηση.

Ο Ζαχαρίας φωτίσθηκε από το άγιον Πνεύμα και προφήτεψε κ’ είπε: «Βλογημένος νά ‘ναι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, γιατί θυμήθηκε κ’ έστειλε λύτρωση στο λαό του, και σήκωσε απάνω κ’ έσωσε το σπίτι του Δαυίδ του παιδιού του, και δεν ξέχασε τον όρκο που έδωσε στον Αβραάμ τον πατέρα μας.

Κ’ εσύ, παιδί μου, θα γίνεις προφήτης του Yψίστου, και θα περπατήξεις μπροστά από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του και να δώσεις στον λαό του γνώση και σωτηρία, επειδή τον σπλαχνίσθηκε ο Θεός μας και συγχώρησε τις αμαρτίες του, κ’ ήρθε απάνω μας ανατολή από ψηλά, για να φωτίσει εκείνους που κάθονται στο σκοτάδι και στον ίσκιο του θανάτου, και να οδηγήσει τα πόδια μας σε δρόμο ειρήνης».

Και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε το πνεύμα του, και ζούσε στις ερημιές, ως την μέρα που φανερώθηκε και κήρυχνε στους Iσραηλίτες (Λουκ. α ́, 5-80).

Στα δεκαπέντε χρόνια από την μέρα που βασίλεψε στην Ρώμη ο Τιβέριος, τον καιρό που ήτανε ηγεμόνας της Ιουδαίας ο Πόντιος Πιλάτος, κ’ ήτανε τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης, γίνηκε λόγος του Θεού στον Ιωάννη τον γυιό του Ζαχαρία, που ζούσε στην έρημο, και πήγε στα περίχωρα του Ιορδάνη, κηρύχνοντας να μετανοούνε και να βαφτίζουνται για να συγχωρηθούνε οι αμαρτίες τους.

Κ’ έλεγε σε κείνους που πηγαίνανε να βαφτισθούνε: «Γεννήματα της οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από την οργή που έρχεται καταπάνω σας; Κάνετε λοιπόν καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μην πιάνετε και λέτε: εμείς έχουμε πατέρα τον Αβραάμ. Γιατί σας λέγω πως ο Θεός μπορεί από τούτα τα λιθάρια να αναστήσει παιδιά του Αβραάμ. Και το τσεκούρι είναι κιόλας κοντά στη ρίζα των δέντρων κάθε δέντρο που δεν κάνει καρπό καλό, κόβεται, και ρίχνεται στην φωτιά».

Μια μέρα καθότανε ο Ιωάννης με τους μαθητάδες του, Ανδρέα κ’ Ιωάννη, κ’ είδανε τον Χριστό από μακριά. Τότε γύρισε ο Πρόδρομος και τους λέγει: «Να το αρνί του Θεού, που σηκώνει απάνω του τις αμαρτίες του κόσμου». Κ’ οι δυο μαθητές του ακολουθήσανε τον Χριστό. Μετά καιρό, έστειλε ο Πρόδρομος δυο μαθητές του να ρωτήσουνε τον Χριστό: «Εσύ είσαι αυτός που θά ‘ρθει, ή άλλον περιμένουμε;» Και τό ‘κανε αυτό για να φανεί πως ο Χριστός ήτανε ο Μεσσίας. Την ώρα που πήγανε, ο Χριστός είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους. Και σαν τον ρωτήσανε αν είναι αυτός ο Μεσσίας ή περιμένουνε άλλον, τους αποκρίθηκε: «Πηγαίνετε και πέστε στον Ιωάννη όσα είδατε κι’ όσα ακούσατε τυφλοί βλέπουνε, κουτσοί περπατούνε, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούνε, νεκροί αναστήνουνται, φτωχοί παίρνουνε ελπίδα.

Κ’ είναι καλότυχος όποιος δεν θα σκανδαλισθεί για μένα και θα με πιστέψει». Σαν φύγανε οι μαθητές του Ιωάννη, ο Χριστός γύρισε κ’ είπε στους Ιουδαίους για τον Ιωάννη: «Τί βγήκατε να δήτε στην έρημο; Κανένα καλάμι που να το σαλεύει ο άνεμος; Τί βγήκατε να δήτε; Κανέναν άνθρωπο ντυμένον με μαλακά ρούχα; Να, όσοι είναι ντυμένοι μ’ ακριβά και μαλακά ρούχα, κάθουνται στα παλάτια. Τί βγήκατε λοιπόν να δήτε; Κανέναν προφήτη; Ναι, σας λέγω, και περισσότερο από προφήτη. Γι’ αυτόν είναι γραμμένο: ‘Να, εγώ στέλνω τον άγγελό μου πριν από το πρόσωπό σου που θα ετοιμάσει το δρόμο σου μπροστά σου’. Λοιπόν σας λέγω, κανένας προφήτης απ’ όσους γεννήσανε γυναίκες δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον βαπτιστή» (Λουκ. γ ́, 1 - 9 και ζ ́, 18 -28).

Έναν τέτοιον άγιο δεν έχουμε καιρό να γιορτάσουμε. Έχουμε όμως καιρό να γιορτάζουμε και να κάνουμε φαγοπότια όπως έκανε ο Ηρώδης, σε καιρό που πεινάνε χιλιάδες αδέλφια μας. Απάνω σ’ ένα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ο Πρόδρομος, κι’ αυτή την ιστορία την ξέρουνε όλοι. Αυτός ο τύραννος, για να γίνει τετράρχης της Ιουδαίας, σκότωσε πολλούς εχθρούς του.

Στον καιρό του ο κόσμος είχε γεμίσει από σκοτωμό και σκληροκάρδια. Οι λεγεώνες της Ρώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. Ο Καίσαρας, ο Πομπήιος, ο Αντώνιος, ο Οκτάβιος, ο Βρούτος, ο Κάσσιος πολεμούσανε ο ένας καταπάνω στον άλλον για το ποιος θα εξουσιάζει την οικουμένη. Οι πιο μικροί σατράπες, σαν τον Ηρώδη, τρωγόντανε κι’ αυτοί μεταξύ τους και κολλούσανε σ’ ένα δυνατόν ο καθένας. Ο Ηρώδης ήτανε φίλος με τον Αντώνιο που πήρε στην εξουσία του την Ασία ύστερα από την μάχη που έγινε στους Φιλίππους. Σαν σκότωσε όλους τους εχθρούς του, απόμεινε ένας μοναχός που τον λέγανε Υρκανό, κ’ ήτανε αρχιερέας, μα έκρυβε πονηρά την έχθρητά του ώς να μπορέσει να τον ξαποστείλει κι’ αυτόν στον άλλον κόσμο. Στην πονηριά ήτανε τέτοιος, που ο Χριστός τον έλεγε πονηρή αλεπού. Μα η πεθερά του Ηρώδη Αλεξάνδρα, που ήτανε κόρη του Υρκανού, κατάλαβε τον κακό σκοπό του, κ’ έγραψε στη βασίλισσα της Αιγύπτου την Κλεοπάτρα και την παρακαλούσε να μιλήσει στον Αντώνιο, τον εραστή της, για το γυιό της τον Αριστόβουλο. Κείνες τις μέρες πήγε στην Ιερουσαλήμ ένας φίλος του Αντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Και σαν είδε τον Αριστόβουλο και την αδελφή του Μαριάμη, απόμεινε σαστισμένος απ’ την εμορφιά τους, κ’ είπε στην Aλεξάνδρα να στείλει στο μασκαρά τον Αντώνιο τις ζωγραφιές τους. Σαν τις είδε ο Αντώνιος, πολύ ευχαριστήθηκε κ’ έγραψε να του στείλουνε τον Αριστόβουλο.

Μα ο Ηρώδης, που είχε μυρισθεί τα σχέδια της Aλεξάνδρας, έγραψε στον Aντώνιο πως αν έφευγε από την Ιερουσαλήμ ο Αριστόβουλος, θα γινόντανε ταραχές κι’ ακαταστασίες. Την Αλεξάνδρα την πρόσταξε να κάθεται στην Iερουσαλήμ, για να βλέπει τι κάνει, γι’ αυτό και κείνη έγραψε και παραπονιότανε στην Κλεοπάτρα, που της μήνυσε να πάρει τον Αριστόβουλο και να πάγει στην Αίγυπτο.

Για να ξεφύγει λοιπόν από τα νύχια του Ηρώδη, είπε και φτιάξανε δυο σεντούκια και στό ‘να μπήκε αυτή και στ’ άλλο ο Αριστόβουλος. Αλλά τους πρόδωσε στον τύραννο ένας υπηρέτης του, και τους πιάσανε και τους πήγανε στην Ιερουσαλήμ. Ο Ηρώδης έκανε πως τους συγχώρησε, μα σε λίγον καιρό βρήκε ευκαιρία να εκδικηθεί.

Μια βραδιά η Αλεξάνδρα τον προσκάλεσε σ’ ένα συμπόσιο που έκανε στην Ιεριχώ, κι’ αυτός προσκάλεσε τους φίλους του να κολυμπήσουνε στις θαυμαστές γούρνες που είχε κανωμένες για να διασκεδάζει. Έτσι, εκεί που κολυμπούσανε και παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε τον δυστυχισμένο τον Αριστόβουλο. Ο Ηρώδης έκανε πως πικράθηκε πολύ κ’ έθαψε τον Αριστόβουλο με μεγάλη πομπή, μα ο κόσμος ήξερε πως αυτός τον σκότωσε. Όλη η ζωή του στάθηκε γεμάτη από φονικά και ραδιουργίες. Στο τέλος αρρώστησε και σκουλήκιασε το κορμί του, και πέθανε ύστερα από μεγάλη αγωνία στο 2 μ.Χ. Ανάμεσα λοιπόν στα τερατουργήματα που έκανε ήτανε κ’ η σφαγή των 14.000 νηπίων κατά την Γέννηση του Χριστού, κι’ ο αποκεφαλισμός του Προδρόμου, σ’ ένα συμπόσιο που έκανε, όπου η γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, Ηρωδιάδα, έβαλε την κόρη της Σαλώμη και χόρεψε μπροστά του γυμνή. Και τόσο ενθουσιάστηκε ο τύραννος από τον χορό, που έταξε στην Σαλώμη να της δώσει το μισό βασίλειό του.

Μα εκείνη, δασκαλεμένη από την μάνα της, που εχθρευότανε τον Ιωάννη επειδή την μάλωνε γιατί ζούσε με τον αδελφό του ανδρός της, του ζήτησε το κεφάλι του Προδρόμου. Ο Ηρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατά βάθος κι’ αυτό το θηρίο σεβότανε τον Ιωάννη για άγιο, και μαζί μ’ αυτό φοβότανε και τον κόσμο που τιμούσε τον Ιωάννη σαν προφήτη.

Επειδή όμως είχε πάρει όρκο, έστειλε ένα στρατιώτη και τον αποκεφάλισε μέσα στην φυλακή, κ’ η Σαλώμη έφερε το κεφάλι και τό ‘βαλε απάνω στο τραπέζι, σ’ ένα ματωμένο δίσκο. Και τότε, εκείνη η φρενιασμένη τίγρη ευχαριστήθηκε και τρύπησε την γλώσσα του με μια βελόνα για να την εκδικηθεί, επειδή ολοένα έλεγε: «Μετανοείτε!». Και, ω του θαύματος, μόλις τρύπησε τη γλώσσα του η πόρνη, μίλησε κ’ είπε πάλι: «Μετανοείτε!»

Αυτά γινήκανε μέσα σ’ ένα ασβολερό φρούριο που το λέγανε Μαχαιρούντα, στα βουνά της Περαίας. Το αγιασμένο λείψανο πρόσταξε ο Ηρώδης να το θάψουνε μαζί με το κεφάλι, μα η Ηρωδιάδα ζήτησε να θάψουνε την κεφαλή χωριστά, από το φόβο της μην κολλήσει με το κορμί και ζωντανέψει και σηκωθεί απάνω.

Οι μαθητές του Ιωάννου πήγανε νύχτα και κλέψανε το σώμα του και το θάψανε σ’ άλλο μέρος. Αυτό το μακάριο τέλος έλαβε για την αλήθεια ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, το χελιδόνι που έφερε την άνοιξη στον αμαρτωλό τον κόσμο οπού τον έδερνε χειμώνας βαρύς.

Από τους μαθητάδες του, δυο πήγανε με τον Χριστό, κι’ άλλοι απομείνανε χωρισμένοι από τον Χριστό, και κάνανε μίαν αίρεση που λεγότανε Προδρομίτες, κι’ από τον Ιορδάνη έφταξε ως το Χουσιστάν της Περσίας, και βρίσκονται ακόμα. Συμπαθούνε τους χριστιανούς, μα εχθρεύουνται τους μωχαμετάνους.

(από το Βιβλίο του Φώτη Κόντογλου Γίγαντες ταπεινοί, Εκδόσεις Ακρίτας 2000)

 

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἔχει καθοριστεῖ νὰ ἑορτάζουμε κατὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα τῶν Ἁγίων Θεοφανείων, τὴν Σύναξη τοῦ Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὑπῆρξε ὁ Ὄρθρος ποὺ ἀνήγγειλε τὸν ἐρχομὸ τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὄρθρος ποὺ προηγήθηκε τῆς ἀνατολῆς τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ἕνας ὕμνος τῶν Θεοφανείων. «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Ὁμιλεῖ τὸ στόμα τοῦ Ἀσκητοῦ. Ὁ χαρισματικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἀναδείχθηκε «μείζων ἐν γεννητοὶς γυναικών».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει προδρομικὰ μέσα στὴν ἔρημο τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ξαναθυμίζει τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Ἠσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος, ποὺ βεβαίως ἀναφέρονται στὸν μεγάλο ἐρημίτη τοῦ Ἰορδάνη. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει, μὲ πέντε βαρυσήμαντες λέξεις, ὅτι θὰ διδάξει ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Λίγες σὲ ἀριθμὸ οἱ λέξεις του, ἀλλὰ βαριὲς σὲ δύναμη μαρτυρίας.

Ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου καὶ κηρύσσει συνοπτικὰ τὶς διαστάσεις τοῦ λυτρωτικοῦ Του ἔργου. Τὸ προδρομικὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη καθαγιάζεται καὶ ἐπικυρώνεται ἀπὸ τὸν ἓν Τριάδι Θεὸ στὸ γεγονὸς τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἀναμφίβολα μία ἀσκητικὴ φυσιογνωμία, «εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερμάτινην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἣν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον».

Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Ἰωάννης ἦταν συγχρόνως καὶ πρόδρομος, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεση ὅλων τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς χριστιανικῆς ἐρήμου. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ βασικὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη ἦταν νὰ ἀφυπνήσει τὶς συνειδήσεις τῶν ἀκουόντων τὸ κήρυγμά του καὶ ὄχι νὰ θωπεύσει τὰ αὐτιά τους.

Τὸ κήρυγμά του, κήρυγμα μετανοίας, σκόπευε στὴν συνειδητοποίηση καὶ ἐξαγόρευση τῆς ἐνοχῆς τους, τῶν ἁμαρτιῶν τους. «Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πάσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμίται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῶ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τᾶς ἁμαρτίας αὐτῶν». Ἡ ἁμαρτία, ἡ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου τῆς ἐρήμου, εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν Μεσσία μέσα στὴν ξερὴ καὶ ἄνυδρη ἔρημο τοῦ παρόντος κόσμου.

Ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ στὴν σημερινὴ ἑορτὴ νὰ ἀκούσουμε τὴν «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ...» καὶ νὰ προετοιμάσουμε ὅλοι μας «τὴν ὁδὸν Κυρίου», γιὰ νὰ ἐξανθήσει ἡ ἔρημος ποὺ ζοῦμε καὶ λέγεται σύγχρονη κοινωνία καὶ ὁ καθένας μας νὰ βιώσει τὸ βαθύτερο καὶ πολυδύναμο νόημά της μὲ τὸ «ἀπελθείν» ὄχι σὲ τόπο ἔρημο, ἔξω τοῦ κόσμου, ἀλλὰ «ἀπελθεὶν εἰς ἐρημίαν τῶν παθῶν του».

Ὅμως, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τῆς τιμίας Χειρὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μετέβη στὴν πόλη Σεβαστή, στὴν ὁποία εἶχε ἐνταφιαστεῖ τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Προδρόμου, παρέλαβε ἀπὸ τὸν τάφο τὴν δεξιὰ Χείρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καὶ τὴν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια. Δία τῆς δεξιᾶς Χειρὸς τοῦ Προδρόμου γίνονταν στὴν Ἀντιόχεια πολλὰ θαύματα. Λέγεται μάλιστα ὅτι κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Ἐπίσκοπος ἀνύψωνε καὶ τὴν τίμια Χείρα. Τὴν ὥρα τῆς ἀνυψώσεως ἄλλοτε ἐκτεινόταν καὶ ἄλλοτε συστελλόταν. Μὲ τὴν ἔκτασή της δήλωνε εὐφορία καρπῶν, ἐνῶ μὲ τὴν συστολὴ τῆς δήλωνε ἀνέχεια καὶ φτώχεια.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πολλοὶ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν πάρουν καί, κυρίως, οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ρωμανὸς οἱ Πορφυρογέννητοι. Ἔτσι λοιπόν, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διετέλεσαν αὐτοκράτορες αὐτοὶ οἱ δυό, κάποιος Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, Ἰὼβ ὀνομαζόμενος, ἕνα βράδυ, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση οἱ χριστιανοὶ ἐτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἅρπαξε τὴν Ἁγία Χείρα τοῦ Προδρόμου καὶ τὴν μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ φιλόχριστος αὐτοκράτορας, ἀφοῦ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πολὺ σεβασμό, τὴν τοποθέτησε στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς μετακομιδῆς τῆς τιμίας Χείρας τοῦ Προδρόμου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Φορακίου (ἢ Σφωρακίου).

 

Πηγή : www.limma.net